Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
μοῦ
τοῦ πατρὸς ἀκούσατε, τέκνα,
καὶ οὕτως
ποιήσατε, ἵνα σωθῆτε·
|
αιδιά
μου, ἀκούσατε ἐμὲ τὸν πατέρα
σας καὶ πράξατε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ σᾶς λέγω, διὰ νὰ εὕρετε
σωτηρίαν καὶ χαράν.
|
μέ,
τὸν πατέρα σας, ἀκούσατε, παιδιά μου, καὶ
ὅπως σᾶς συμβουλεύω, συμμορφωθῆτε καὶ
πράξατε, διὰ νὰ σωθῆτε καὶ εὐτυχήσητε.
|
2
γὰρ Κύριος ἐδόξασε πατέρα
ἐπὶ τέκνοις καὶ κρίσιν μητρὸς
ἐστερέωσον ἐφ' υἱοῖς.
|
2
Διότι ὁ Κύριος ἐδόξασε καὶ
κατέστησε σεβαστὸν τὸν πατέρα εἰς
τὰ τέκνα του, ἐστερέωσε δὲ καὶ
ἐνίσχυσε τὸ κῦρος καὶ τὰ
δικαιώματα τῆς μητρὸς ἀπέναντι
τῶν παιδιῶν της.
|
2
Πράξατε δὲ σύμφωνα μὲ τὰς συμβουλάς μου,
διότι ὁ Κύριος κατέστησε τὸν πατέρα εἰς
θέσιν τιμητικὴν ὑπεράνω τῶν τέκνων, ὥστε
νὰ δοξάζηται ὑπ’ αὐτῶν, καὶ
ἐστερέωσε τὸ κῦρος καὶ τὴν
αὐθεντίαν τῆς μητρὸς ἐπὶ τῶν
τέκνων της. |
3
Ὁ τιμῶν πατέρα ἐξιλάσεται ἁμαρτίας,
|
3
Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾷ τὸν πατέρα
του ὑπακούων ἔτσι εἰς τὸν Θεὸν
ἐξιλεώνει τὰς ἁμαρτίας του.
|
3
Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾷ καὶ σέβεται
τὸν πατέρα του, θὰ ἐπιτύχῃ ἱλασμὸν
καὶ συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν του.
|
4
καὶ ὡς ὁ ἀποθησαυρίζων, ὁ
δοξάζων μητέρα αὐτοῦ. |
4
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ τιμᾷ καὶ
σέβεται τὴν μητέρα του, ὁμοιάζει
μὲ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀποταμιεύει
θησαυρούς. |
4
Καὶ σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἐπισωρεύει
θησαυρούς, ὁμοιάζει αὐτὸς ποὺ τιμᾷ
καὶ δοξάζει τὴν μητέρα του.
|
5
Ὁ τιμῶν πατέρα εὐφρανθήσεται
ὑπὸ τέκνων, καὶ ἐν ἡμέρᾳ
προσευχῆς αὐτοῦ εἰσακουσθήσεται.
|
5
Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾷ καὶ σέβεται
τὸν πατέρα του, θὰ εὐφρανθῇ
καὶ ὁ ἴδιος ἐκ μέρους τῶν
τέκνων του. Καὶ εἰς ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ προσευχηθῇ,
θὰ γίνῃ ἀκουστὴ ἡ προσευχή
του. |
5
Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾷ τὸν πατέρα
του, θὰ εὐφρανθῇ ἀπὸ τὰ
τέκνα του, καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ
θὰ ἀπευθύνῃ προσευχὴν εἰς τὸν
Θεόν, θὰ εἰσακουσθῇ παρ’ Αὐτοῦ.
|
6
Ὁ δοξάζων πατέρα μακροημερεύσει, καὶ
ὁ εἰσακούων Κυρίου ἀναπαύσει
μητέρα αὐτοῦ· |
6
Αὐτός, ποὺ τιμᾷ καὶ σέβεται
τὸν πατέρα, θὰ μακροημερεύσῃ
ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ὑπακούει εἰς
τὸν Κύριον, θὰ ἐπαναπαύῃ
καὶ θὰ εὐφραίνῃ τὴν μητέρα
του. |
6
Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾷ καὶ δοξάζει
τὸν πατέρα του, θὰ μακροημερεύσῃ, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ὑπακούει καὶ τηρεῖ
τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, θὰ παρέχῃ
πᾶσαν ἀνάπαυσιν καὶ εὐχαρίστησιν
εἰς τὴν μητέρα του· |
7
καὶ ὡς δεσπόταις δουλεύσει ἐν
τοῖς γεννήσασιν αὐτόν. |
7
Ὁ στοργικὸς υἱὸς θὰ ὑπηρετῇ
τοὺς γονεῖς του, ὡς ἐὰν αὐτοὶ
εἶναι οἱ κύριοι καὶ αὐθένται
του. |
7
καὶ σὰν νὰ ἦσαν κύριοί του καὶ
δεσπόται του, θὰ ὑπηρετήσῃ ἐκείνους
ποὺ τὸν ἐγέννησαν. |
8
Ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ τίμα
τὸν πατέρα σου, ἵνα ἐπέλθῃ
σοι εὐλογία παρ' αὐτοῦ·
|
8
Μὲ τὰ ἔργα καὶ μὲ τὰ λόγια
σου νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου, διὰ
νὰ ἔλθῃ εἰς σὲ ἡ εὐλογία
του, |
8
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ μὲ ἔργα, ἐμπράκτως,
καὶ μὲ λόγια εὐλαβοῦς καὶ γλυκείας
συμπεριφορᾶς, διὰ να ἔλθῃ ἐπάνω
σου ἡ εὐλογίυ του. |
9
Εὐλογία γὰρ πατρὸς στηρίζει
οἴκους τέκνων, κατάρα δὲ μητρὸς
ἐκριζοῖ θεμέλια. |
9
Διότι ἡ εὐλογία τοῦ πατρὸς
στηρίζει τοὺς οἴκους τῶν παιδιῶν
του. Ἐξ ἀντιθέτου δὲ ἡ κατάρα
τῆς μητρὸς καταστρέφει τὰ σπίτια
τῶν υἱῶν ἐκ θεμελίων.
|
9
Ἐπιδίωκε νὰ λάβῃς τὰς ἐξ ὅλης
τῆς καρδίας εὐχὰς τῶν γονέων σου,
διότι ἡ εὐλογία τοῦ πατρὸς στηρίζει
τὰ σπίτια τῶν τέκνων, ἡ κατάρα δὲ
τῆς μητέρας ἐκριζώνει τὰ θεμέλιά των.
|
10
Μὴ δοξάζου ἐν ἀτιμίᾳ πατρός
σου, οὐ γάρ ἐστί σοι δόξα πατρὸς
ἀτιμία· |
10
Μὴ ἐπιδιώκῃς νὰ δοξασθῇς
μὲ τὴν δυσφήμησιν τοῦ πατρός
σου. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ
ἀνυποληψία τοῦ πατρός σου νὰ
εἶναι ἰδική σου δόξα.
|
10
Μὴ καυχᾶσαι καὶ μὴ ζητῇς νὰ
διακριθῇς καὶ νὰ φανῇς ὑπεροχώτερος
σὺ διὰ κάτι, τὸ ὁποῖον καταρρίπτει
τὴν τιμὴν τοῦ πατέρα σου, διότι ἡ
δυσφήμησις καὶ καταισχύνῃ τοῦ πατέρα σου
δὲν εἶναι ποτε δόξα ἰδική σου.
|
11
ἡ γὰρ δόξα ἀνθρώπου ἐκ
τιμῆς πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ὄνειδος
τέκνοις μήτηρ ἐν ἀδοξίᾳ.
|
11
Διότι ἡ δόξα τοῦ παιδιοῦ πηγάζει
ἀπὸ τὴν ὑπόληψιν καὶ τὸ
καλὸν ὄνομα τοῦ πατρός. Ἐξ ἀντιθέτου
εἶναι καταισχύνη διὰ τὰ τέκνα
ἡ ἀνυποληψία τῆς μητρός των.
|
11
Διότι ἡ δόξα κάθε ἀνθρώπου προέρχεται καὶ
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν τιμὴν
καὶ τὴν φήμην τοῦ πατέρα του, ὅπως
καὶ εἶναι ἐντροπὴ διὰ τὰ
παιδιά, ὅταν ἡ μητέρα των ἔχῃ καταπέσει
εἰς περιφρόνησιν καὶ ἐξευτελισμόν.
|
12
τέκνον, ἀντιλαβοῦ ἐν γήρᾳ
πατρός σου, καὶ μὴ λυπήσῃς αὐτὸν
ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·
|
12
Παιδί μου, γίνε στήριγμα τοῦ πατρός
σου εἰς τὰ γεράματά του καὶ
μὴ τὸν λυπήσῃς καθόλου κατὰ
τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του.
|
12
Τέκνον μου, ὑποστήριξε καὶ βοήθησε τὸν πατέρα
σου κατὰ τὰ γηράματά του καὶ μὴ δυσαρεστήσῃς
καὶ λυπήσῃς αὐτὸν εἰς ὅλην
του τὴν ζωήν. |
13
κἂν ἀπολείπῃ σύνεσιν, συγγνώμην
ἔχε καὶ μὴ ἀτιμάσῃς αὐτὸν
ἐν πάσῃ ἰσχύϊ σου.
|
13
Καὶ ἐὰν ἀκόμη ἡ διάνοιά
του καὶ ἡ φρόνησις ἐξασθενήσουν,
σὺ νὰ εἶσαι μεγαλόκαρδος καὶ
ἐπιεικὴς ἀπέναντί του. Μὴ
τὸν ἐξευτελίσῃς καὶ μὴ
τὸν δυσφημήσῃς, ὅταν σὺ θὰ
εὐρίσκεσαι εἰς τὴν ἀκμὴν
τῶν δυνάμεών σου.
|
13
Καὶ ἂν ἀκόμη αἱ διανοητικαί
του δυνάμεις καταπέσουν, ἔσο συμπαθὴς καὶ
ὑπομονητικὸς ἀπέναντί του καὶ μὴ
τὸν περιφρονήσῃς εἰς τὸν καιρόν, ποὺ
σὺ θὰ εἶσαι εἰς τὴν ἀκμὴν
τῆς ἡλικίας σου. |
14
Ἐλεημοσύνη γὰρ πατρὸς οὐκ ἐπιλησθήσεται,
καὶ ἀντὶ ἁμαρτιῶν προσανοικοδομηθήσεταί
σοι. |
14
Ἡ σπλαγχνική σου συμπεριφορὰ πρὸς
τὸν πατέρα σου δὲν θὰ λησμονηθῇ
ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ἀντὶ
νὰ σὲ τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς
διὰ τὰς ἄλλας ἁμαρτίας σου,
θὰ ἀποκαταστήσῃ εὐτυχισμένον
καὶ σταθερὸν τὸν οἶκον σου.
|
14
Πρόσεξε τὰς συμβουλὰς καὶ παραινέσεις
μου ταύτας, διότι ἡ στοργικὴ καὶ πλήρης
εὐσπλαγχνίας καὶ ἐλέους συμπεριφορά σου
αὕτη πρὸς τὸν πατέρα σου δὲν θὰ
λησμονηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ
ἀντὶ νὰ τιμωρηθῇς διὰ τὰς
ἁμαρτίας σου, θὰ προστεθῇ οἰκοδομὴ
καὶ πρόοδος καὶ εὐτυχία εἰς σέ.
|
15
Ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου ἀναμνησθήσεταί
σου· ὡς εὐδία ἐπὶ παγετῷ,
οὕτως ἀναλυθήσονταί σου αἱ ἁμαρτίαι.
|
15
Εἰς περίοδον δοκιμασιῶν καὶ πειρασμῶν
ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐνθυμηθῇ.
Καὶ ὅπως ὁ ἠλιόλουστος καιρὸς
διαλύει τὸν πάγον, κατὰ παρόμοιον
τρόπον θὰ διαλυθοῦν καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν
αἱ ἁμαρτίαι σου.
|
15
Εἰς καιρὸν θλίψεως καὶ στενοχώριας σου αὐτό,
ποὺ ἔκαμες εἰς τὸν πατέρα σου, δὲν
θὰ ξεχασθῇ, ἀλλὰ θὰ σὲ
ἐνθυμηθῇ καὶ θὰ τὸ εὕρῃς
μπροστά σου· σὰν καλοκαιρία, ποὺ λειώνει
τὸν πάγον, ἔτσι θὰ διαλυθοῦν καὶ
θὰ ἐξαφανισθοῦν αἱ ἁμαρτίαι
σου. |
16
Ὡς βλάσφημος, ὁ ἐγκαταλιπὼν
πατέρα, καὶ κεκατηραμένος ὑπὸ
Κυρίου ὁ παροργίζων μητέρα αὐτοῦ.
|
16
Τὸ παιδί, ποὺ ἐγκαταλείπει ἀβοήθητον
τὸν πατέρα του, εἶναι ὅμοιον μὲ
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ποὺ βλασφημεῖ
τὸν Θεόν. Κατηραμένος δὲ εἶναι
ἀπὸ τὸν Κύριον ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀπρεπῆ
συμπεριφοράν του ἐξοργίζει τὴν μητέρα
του. |
16
Αὐτὸς ποὺ ἐγκαταλείπει ἀβοήθητον
καὶ παρημελημένον τὸν πατέρα του, εἶναι
ὡσὰν τὸν βλάσφημον, ποὺ ἀσεβεῖ
εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐκεῖνος
ποὺ λυπεῖ καὶ παροργίζει τὴν μητέρα
του, εἶναι κατηραμένος ἀπὸ τὸν Κύριον.
|
17
Τέκνον, ἐν πραΰτητι τὰ ἔργα σου διέξαγε,
καὶ ὑπὸ ἀνθρώπου δεκτοῦ
ἀγαπηθήσῃ. |
17
Τέκνον μου, πρᾶττε πάντοτε τὰ ἔργα
σου μὲ πρᾳότητα καὶ ἐτσι θὰ
ἐκτιμηθῇς καὶ θὰ ἀγαπηθῇς
ἀπὸ κάθε καλὸν ἄνθρωπον.
|
17
Τέκνον μου, κάμνε τὰ ἔργα σου μὲ πραότητα
καὶ χωρὶς θυμούς, καὶ θὰ ἀγαπηθῇς
ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
εἶναι δεκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον.
|
18
Ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ
ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ ἔναντι Κυρίου
εὑρήσεις χάριν·
|
18
Ὅσον μέγας καὶ ἔνδοξος εἶσαι,
τόσον περισσότερον νὰ ταπεινώνῃς
τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἔτσι θὰ
εὕρῃς χάριν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου. |
18
Ὅσον πιὸ μεγάλος εἶσαι, τόσον περισσότερον
ταπείνωνε τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου θὰ εὕρῃς χάριν καὶ
θὰ καταστῇς ἀρεστός. |
20
ὅτι μεγάλη ἡ δυναστεία τοῦ Κυρίου
καὶ ὑπὸ τῶν ταπεινῶν δοξάζεται.
|
20
Διότι μεγάλη εἶναι ἡ ἐξουσία
καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Κυρίου,
καὶ δοξάζεται πάντοτε ἀπὸ τοὺς
ταπεινοὺς ἀνθρώπους.
|
20
Διότι μεγάλη εἶναι μόνον τοῦ Κυρίου ἡ δύναμις
καὶ ἡ ἐξουσία, οἱ ταπεινοὶ δὲ
καὶ οὐχὶ οἱ ὑπερήφανοι τὴν
ἀναγνωρίζουν καὶ τὴν δοξάζουν. |
21
Χαλεπώτερά σου μὴ ζήτει καὶ
ἰσχυρότερά σου μὴ ἐξέταζε·
|
21
Μὴ ἐπιζητῇς δυσκατόρθωτα πράγματα,
καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὰς δυνάμεις
σου μὴ τὰ ἐξετάζῃς καθόλου.
|
21
Μὴ ζητῇς δυσκολώτερα ἀπὸ ὅσα
ἠμπορεῖς νὰ κάμῃς, καὶ μὴ
ἐρευνᾷς καὶ ἐξετάζῃς ἀνώτερα
τῶν δυνάμεών σου, |
22
ἃ προσετάγη σοι, ταῦτα διανοοῦ, οὐ
γὰρ ἐστί σοι χρεία τῶν κρυπτῶν.
|
22
Ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα ἔχεις
λάβει ἐντολὴν καὶ δύνασαι νὰ
τὰ ἐκτέλέσῃς, αὐτὰ
νὰ σκέπτεσαι πάντοτε. Διότι δὲν
ὑπάρχει καμμία ἀνάγκη νὰ
ἐρευνᾷς τὰς κρυπτὰς βουλὰς τοῦ
Θεοῦ. |
22
Ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα διετάχθησαν
καὶ ἐπετράπησαν εἰς σὲ παρὰ
τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ καὶ μόνα νὰ
σκέπτεσαι καὶ νὰ διερευνᾷς μὲ τὴν
διάνοιάν σου· διότι δὲν εἶναι ἀναγκαία
καὶ ἀπαραίτητα τὰ κεκρυμμένα καὶ ἀπόρρητα.
|
23
Ἐν τοῖς περισσοῖς τῶν ἔργων
σου μὴ περιεργάζου· πλείονα γὰρ
συνέσεως ἀνθρώπων ὑπεδείχθη
σοι· |
23
Μὴ περιεργάζεσαι ὑπέρτερα ἔργα
ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ σοῦ ἔχουν
ἀνατεθῇ· διότι τὰ ὅσα ἔχεις
διδαχθῇ καὶ γνωρίζεις, ὑπερβαίνουν
τὴν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων.
|
23
Μὴ περιεργάζεσαι κάθε τι, ποὺ εἶναι περιττὸν
καὶ παραπάνω ἀπὸ τὰ ἀνατεθειμένα
εἰς σὲ ἔργα, διότι αὐτά, ποὺ
σοῦ ἐφανερώθησαν, εἶναι περισσότερα
ἀπὸ ὅσα ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ
ὁ ἄνθρωπος. |
24
πολλοὺς γὰρ ἐπλάνησεν ἡ ὑπόληψις
αὐτῶν, καὶ ὑπόνοια πονηρὰ
ὠλίσθησε διανοίας αὐτῶν.
|
24
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν παραπλανηθῆ
ἀπὸ τὴν ἔπαρσίν των καὶ
ἔνοχος διάθεσις παρέσυρε τὰς διανοίας
των εἰς ὀλισθήματα.
|
24
Ἐπιβάλλεται δὲ νὰ ἀποφεύγῃς
τὴν ἄκαιρον αὐτὴν περιέργειαν, διότι
πολλοὺς ὠδήγησεν εἰς πλάνην ἡ
ματαία καὶ φαντασμένη ἰδέα των, καὶ ἡ
πονηρὰ σκέψις των προεκάλεσεν ὀλισθήματα
καὶ πτῶσιν τῆς διανοίας των.
|
25
Κόρας μὴ ἔχων ἀπορήσεις φωτός,
γνώσεως δὲ ἄμοιρος ὢν μὴ ἐπαγγέλλου.
|
25
Ἐὰν δὲν ἔχῃς ὑγιεῖς
τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν σου,
θὰ χάσῃς μόνον τὸ φῶς.
Ἐὰν ὅμως μείνῃς ἄγευστος
τῆς ὑγιοῦς γνώσεως καὶ σοφίας,
μὴ ἐπιχειρῇς τίποτε, διότι τὰ
πάντα εἶναι χαμένα διὰ σέ.
|
25
Ἐὰν δὲν ἔχῃς κόρας σωματικῶν
ματιῶν, θὰ στερηθῇς μόνον τὸ αἰσθητὸν
φῶς· ἐὰν ὅμως στερῆσαι
τῆς γνώσεως, τὴν ὁποίαν παρέχει ἡ
Σοφία, μὴ φαντάζεσαι καὶ μὴ προβάλλῃς
τὸν ἑαυτόν σου ὡς ἱκανὸν
καὶ εὐφυῆ, ἔστω καὶ ἐὰν
αἱ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν σου εἶναι
ὑγιεῖς. |
26
Καρδία σκληρὰ κακωθήσεται ἐπ' ἐσχάτων,
καὶ ὁ ἀγαπῶν κίνδυνον ἐν
αὐτῷ ἐμπεσεῖται.
|
26
Ὁ σκληρὸς καὶ θρασὺς κατὰ τὴν
καρδίαν, εἰς τὸ τέλος, θὰ καταστροφῇ.
Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ
νὰ ἐκτίθεται εἰς παράτολμους
κινδύνους, θὰ περιπέσῃ εἰς κινδύνους
καὶ δὲν θὰ ἡμπορέσῃ νὰ
γλυτώσῃ. |
26
Καρδία, τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὁ ἐγωισμὸς
καὶ ἡ ἐπιμόνη εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
εἰς τὰ τελευταῖα της θὰ ἐμπέσῃ
εἰς κακὰ καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὁ
παράτολμος, ποὺ ἀρέσκεται νὰ ρίπτῃ
ἑαυτὸν εἰς κινδύνους καὶ εἰς
πειρασμούς, θὰ ἐμπλακῇ καὶ θὰ
ἀπολεσθῇ εἰς αὐτούς.
|
27
Καρδία σκληρὰ βαρυνθήσεται πόνοις,
καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς προσθήσει ἁμαρτίαν
ἐφ' ἁμαρτίαις. |
27
Ἄνθρωπος ἐσκληρυμμένος καὶ ἐγωπαθὴς
θὰ καταβαρυνθῇ μὲ πολλὰς ταλαιπωρίας.
Καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτὸς
θὰ προσθέτῃ συνεχῶς τὴν μίαν
ἁμαρτίαν ἐπάνω εἰς τὰς
ἄλλας ἁμαρτίας του.
|
27
Καρδία ἀπεσκληρυμμένη θὰ ἐπιβαρυνθῇ
καὶ θὰ καταπλακωθῇ ἀπὸ πόνους,
καὶ ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀμετανόητος,
θὰ προσθέτῃ καὶ νέαν ἁμαρτίαν εἰς
τὰς προτέρας του πολλὰς ἁμαρτίας.
|
28
Ἐπαγωγὴ ὑπερηφάνου οὐκ ἔστιν
ἴασις, φυτὸν γὰρ πονηρίας ἐρρίζωκεν
ἐν αὐτῷ. |
28
Ἡ θλῖψις καὶ ἡ ταλαιπωρία τοῦ
ὑπερηφάνου εἶναι ἀθεράπευτος·
διότι ἕνα φυτὸν κακότητος ἔχει
ριζώσει μέσα του.
|
28
Ἡ τιμωρία καὶ ἡ ἐπαχθεῖσα ποινὴ
εἰς τὸν ὑπερήφανον δὲν ἐπιδέχεται
ἰατρείαν, διότι ἔχει ριζώσει βαθιὰ
μέσα του φυτὸν πονηρόν, τὸ ὁποῖον
καρποφορεῖ διαρκῶς τὸ κακόν.
|
29
Καρδία συνετοῦ διανοηθήσεται παραβολήν,
καὶ οὖς ἀκροατοῦ ἐπιθυμία
σοφοῦ. |
29
Ἐξ ἀντιθέτου ἡ καρδία τοῦ
συνετοῦ θὰ σκέπτεται πάντοτε σοφὰ
γνωμικά. Καὶ ἐνας ἄνθρωπος σοφὸς
ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχῃ πάντοτε
προσεκτικὸν τὸ αὐτί του εἰς
αὐτά, ποὺ ἀκούει.
|
29
Ἀντιθέτως ἡ καρδία τοῦ φρονίμου καὶ
συνετοῦ ἀνθρώπου θὰ σκέπτεται διαρκῶς
καὶ θὰ κατανοῇ παραβολὴν καὶ
σοφὸν γνωμικόν, ὁ δὲ σοφὸς καὶ
συνετὸς ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχῃ
αὐτί, ποὺ προσεκτικὰ καὶ μὲ
φιλομάθειαν ἀκούει. |
30
Πῦρ φλογιζόμενον ἀποσβέσει ὕδωρ,
καὶ ἐλεημοσύνη ἐξιλάσεται ἁμαρτίας.
|
30
Τὸ νερὸ σβήνει τὰς φλόγας τοῦ
πυρός. Ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη
ἐξιλεώνει τὰς ἁμαρτίας.
|
30
Τὸ νερὸ θὰ σβήσῃ καὶ τὴν
πιὸ δυνατὴ φωτιά, καὶ ἡ ἐλεημοσύνη
θὰ ἐπιφέρῃ ἐξιλέωσιν καὶ συγχώρησιν
ἁμαρτιῶν. |
31
Ὁ ἀνταποδιδοὺς χάριτας μέμνηται
εἰς τὰ μετὰ τοῦτα, καὶ ἐν
καιρῷ πτώσεως εὑρήσει στήριγμα.
|
31
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει
εὐγνωμοσύνην καὶ χάριν διὰ τὰς
εὐεργεσίας, ποὺ ἔλαβε, θὰ μνημονεύεται
καὶ εἰς τὸ μέλλον. Εἰς δὲ
καιρὸν δυστυχίας καὶ θλίψεως θὰ
εὕρῃ βοήθειαν. |
31
Ἐκεῖνος ποὺ ἀνταποδίδει τὰ καλά,
ποὺ τοῦ ἔκαμαν, ἐνθυμεῖται καὶ
προνοεῖ διὰ τὰ μετὰ ταῦτα, διότι
λόγῳ τῆς εὐγνωμοσύνης του θὰ εὐεργετηθῇ
καὶ πάλιν· εἰς περίστασιν δέ, ποὺ θὰ
πέσῃ καὶ θὰ τοῦ συμβῇ κάποιο
δυστύχημα, θὰ εὕρῃ βοήθειαν καὶ στήριγμα.
|