Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ακάριος
ἀνήρ, ὃς οὐκ ὠλίσθησεν
ἐν στόματι αὐτοῦ καὶ οὐ
κατενύγη ἐν λύπῃ ἁμαρτίας.
|
ὐτυχὴς
εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ ὁποίου δὲν
ἐξέφυγαν λόγια ἁμαρτωλὰ καὶ
ὁ ὁποῖος, ὡς ἐκ τούτου,
δὲν εἶχε τύψεις συνειδήσεως καὶ
λύπην δι' ἁμαρτίας στόματός
του. |
ὐτυχὴς
καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
δὲν ἐγλίστρησε μὲ τὸ στόμα καὶ
μὲ τὰ λόγια του εἰς ἁμαρτίαν καὶ
δὲν ἐδοκίμασε λύπην καὶ συντριβὴν
λόγῳ ἁμαρτιῶν του. |
2
Μακάριος οὗ οὐ
κατέγνω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ
ὃς οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ τῆς
ἐλπίδος αὐτοῦ.
|
2
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὸν
ὁποῖον δὲν ἐλέγχει ἡ συνείδησις
καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει
ξεπέσει καὶ δὲν ἔχει χάσει τὴν
ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν.
|
2
Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος,
τὸν ὁποῖον δὲν ἤλεγξε καὶ
δὲν κατηγόρησεν ἡ συνείδησίς του καὶ δὲν
ἔπεσεν ἔξω, οὔτε ἔπαυσεν ἀπὸ
τοῦ να ἐλπίζῃ εἰς τὸν Θεόν.
|
3
Ἀνδρὶ μικρολόγῳ οὐ καλὸς
ὁ πλοῦτος, καὶ ἀνθρώπῳ
βασκάνῳ ἱνατί χρήματα;
|
3
Εἰς τὸν μικροπρεπῆ ἄνθρωπον δὲν
εἶναι καλὸς ὁ πλοῦτος. Εἰς ἄνθρωπον
φθονερόν, ποὺ λυώνει ἀπὸ τὸν
φθόνον του, τί χρειάζονται τὰ χρήματα;
|
3
Εἰς τὸν φιλάργυρον, ποὺ καὶ τὰ
μικρὰ χρηματικὰ ποσὰ λογαριάζει καὶ
εἶναι μικροπρεπὴς καὶ δι’ αὐτά, δὲν
εἶναι καλὸς ὁ πλοῦτος· εἰς
ἐκεῖνον δέ, ποὺ μὲ φθονερὸν
μάτι βλέπει τὰ πλούτη του καὶ δὲν
τὰ δαπανᾷ, πρὸς τί χρειάζονται καὶ
χρησιμεύουν τὰ χρήματα; |
4
Ὁ συνάγων ἀπὸ τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ συνάγει ἄλλοις, καὶ ἐν
τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ τρυφήσουσιν
ἕτεροι. |
4
Ἐκεῖνος ποὺ συνάγει χρήματα
κάμνων μεγάλας οἰκονομίας εἰς
βάρος τῆς ζωῆς του, τὰ συγκεντρώνει
διὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἄλλοι εἶναι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ
χαροῦν καὶ θὰ γλεντοκοπήσουν μὲ
τὰ ἀγαθά του.
|
4
Αὐτός, ποὺ μαζεύει χρήματα μὲ στέρησιν τῆς
ζωῆς του, τὰ μαζεύει δι' ἄλλους, καὶ
εἰς τὰ ἀγαθά του ἄλλοι θὰ ζήσουν
μὲ τρυφὴν καὶ ἀπολαύσεις.
|
5
Ὁ πονηρὸς ἑαυτῷ τίνι ἀγαθὸς
ἔσται; Καὶ οὐ μὴ εὐφρανθήσεται
ἐν τοῖς χήμασιν αὐτοῦ.
|
5
Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κακὸς διὰ
τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του, εἰς
ποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ φανῇ
καλός; Αὐτὸς δὲν θὰ ἀπολαύσῃ
καὶ δὲν θὰ χαρῇ τὰ ἀγαθά
του. |
5
Αὐτὸς ποὺ εἶναι κακὸς εἰς
τὸν ἑαυτόν του, εἰς ποῖον ἄλλον
θὰ εἶναι καλὸς καὶ εὐεργετικός;
Αὐτὸς δὲν θὰ δοκιμάσῃ ποτὲ
ἀπόλαυσιν καὶ εὐχαρίστησιν διὰ
τὰ χρήματά του. |
6
Τοῦ βασκαίνοντας ἑαυτὸν οὐκ
ἔστι πονηρότερος, καὶ τοῦτο ἀνταπόδομα
τῆς κακίας αὐτοῦ·
|
6
Δὲν ὑπάρχει δυστυχέστερος ἄνθρωπος
ἀπὸ τὸν ζηλόφθονον. Αὐτὸ
τοῦτο τὸ πάθος του ἀποτελεῖ
τὴν τιμωρίαν τῆς κακίας του.
|
6
Ἀπὸ τὸν φιλάργυρον, ποὺ ζηλεύει τὸν
ἑαυτόν του καὶ λυπεῖται νὰ ἐξοδεύσῃ
ἀκόμη καὶ διὰ τὰς ἀνάγκας
του, δὲν ὑπάρχει ἄλλος χειρότερος. Αὐτὸ
δὲ εἶναι καὶ ἡ δικαία ἀνταπόδοσις
καὶ τιμωρία τῆς κακίας του.
|
7
κἂν εὖ ποιῇ, ἐν λήθῃ ποιεῖ,
καὶ ἐπ' ἐσχάτων ἐκφαίνει
τὴν κακίαν αὐτοῦ.
|
7
Ἐὰν δὲ τύχῃ καὶ κάμῃ
κάποιο καλόν, κατὰ λάθος τὸ
πράττει. Διότι εἰς τὸ τέλος
θὰ φανερώσῃ τὴν κακίαν του.
|
7
Καὶ ἂν εὐεργετῇ κάποτε, τὸ κάμνει
χωρὶς νὰ θέλῃ καὶ ἐπειδὴ
λησμονεῖ πρὸς στιγμὴν τὸν ἑαυτόν
του, ἀλλ’ εἰς τὸ τέλος φανερώνει τὴν
κακίαν του. |
8
Πονηρὸς ὁ βασκαίνων ὀφθαλμῷ,
ἀποστρέφων πρόσωπον καὶ ὑπερορῶν
ψυχάς. |
8
Κακὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια ἐκδηλώνει
τὸν φθόνον του, γυρίζει τὸ πρόσωπόν
του ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν
ἀνάγκην, καὶ τοὺς ἀντιπαρέρχεται
μὲ ἀδιαφορίαν.
|
8
Εἶναι κακὸς ἐκεῖνος, ποὺ βασκαίνει
μὲ τὸ ζηλότυπον καὶ ἄπληστον μάτι
του καὶ λόγῳ τῆς κακίας του στρέφει τὸ
πρόσωπόν του ἀλλοῦ, περιφρονῶν τὰς
ἐκ τῆς στερήσεως θλιβομένας ψυχάς.
|
9
Πλεονέκτου ὀφθαλμὸς οὐκ ἐμπίπλαται
μερίδι, καὶ ἀδικία πονηρὰ ἀναξηραίνει
ψυχήν. |
9
Τὸ μάτι τοῦ πλεονέκτου δὲν χορταίνει
ποτὲ μὲ ἐκεῖνα, ποὺ ἔχει.
Ἡ δὲ ἀχόρταστος πλεονεξία, ποὺ
τὸν ὠθεῖ πρὸς ἀδικίας,
ξηραίνει κάθε τι καλὸν ἀπὸ τὴν
ψυχήν του.
|
9
Τοῦ πλεονέκτου τὸ μάτι δὲν χορταίνει μὲ
ἐν μόνον μερίδιον, ἡ ἀδικία ὅμως,
μὲ τὴν ὁποίαν κατακτᾷ τὰ πολλά,
σκληρύνει τὴν καρδίαν καὶ ἀποξηραίνει πάσης
ἀρετῆς τὴν ψυχήν του. |
10
Ὀφθαλμὸς πονηρὸς φθονερὸς ἐπ'
ἄρτῳ καὶ ἐλλιπὴς ἐπὶ
τῆς τραπέζης αὐτοῦ.
|
10
Ὁ φθονερὸς ὀφθαλμὸς τοῦ φιλαργύρου
τσιγκουνεύεται καὶ αὐτὸν τὸν
ἄρτον, ὥστε ὀλιγοστὸς νὰ παρατίθεται
πάντοτε εἰς τὴν τράπεζάν του.
|
10
Τοῦ φιλάργυρου ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι
φθονερὸς ἀκόμη καὶ εἰς τὸν
ἰδικόν του ἄρτον, παρουσιάζει δὲ στερήσεις
καὶ ἐλλείψεις πολλὰς καὶ τὸ
ἰδικόν του τραπέζι. |
11
Τέκνον, καθὼς ἐὰν ἔχῃς,
εὖ ποίει σεαυτὸν καὶ προσφορὰς
Κυρίῳ ἀξίως πρόσαγε.
|
11
Παιδί μου, ἀνάλογα μὲ ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ἔχεις, νὰ περιποιῆσαι
τὸν ἑαυτόν σου, κατ' ἀξίαν δὲ
νὰ προσφέρῃς πρὸς τὸν Κύριον
θυσίας καὶ δωρεάς.
|
11
Τέκνον μου, ἀναλόγως ἐκείνων, τὰ ὁποῖα
ἔχεις, περιποιοῦ καὶ φρόντιζε διὰ
τὸν ἑαυτόν σου καὶ πρόσφερε θυσίας
καὶ προσφορὰς εἰς τὸν Κύριον πλουσίας
καὶ ἀνταξίας αὐτοῦ.
|
12
Μνήσθητι ὅτι θάνατος οὐ χρονιεῖ
καὶ διαθήκη ᾅδου οὐχ ὑπεδείχθη
σοι· |
12
Ἔχε πάντοτε ὑπ' ὄψιν σου ὅτι
ὁ θάνατος δὲν θὰ ἀργήσῃ
νὰ ἔλθῃ καὶ καμμία συμφωνία
μὲ τὸν ᾅδην δὲν σοῦ ἔχει
ἀποκαλυφθῆ. Καὶ ἄρα δὲν γνωρίζεις
τὴν ὥραν τῆς ἐκδημίας σου.
|
12
Ἐνθυμοῦ ὅτι ὁ θάνατος δὲν θὰ
βραδύνῃ νὰ ἔλθῃ, καὶ συνθηκολόγησις
μὲ τὸν Ἅδην, συμφωνία μὲ αὐτὸν
δηλαδή, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνῃς,
δὲν σοῦ ὑπεδείχθη ἀπὸ κανένα.
|
13
πρὶν σὲ τελευτῆσαι, εὖ ποίει
φίλῳ καὶ κατὰ τὴν ἰσχύν
σου ἔκτεινον καὶ δῷς αὐτῷ
|
13
Πρίν, λοιπόν, ἀποθάνῃς, κάμνε
τὸ καλὸν εἰς τὸν φίλον σου καὶ
ἀνάλογα μὲ τὴν οἰκονομικήν
σου δυνατότητα ἄπλωνε τὸ χέρι σου
καὶ δίνε εἰς αὐτόν.
|
13
Προτοῦ ἀποθάνῃς, εὐεργέτει τὸν
φίλον σου, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομικήν
σου δυνατότητα ἄπλωσε τὸ χέρι σου καὶ δός
του. |
14
Μὴ ἀφυστερήσῃς ἀπὸ ἀγαθῆς
ἡμέρας, καὶ μερὶς ἐπιθυμίας
ἀγαθῆς μὴ σὲ παρελθάτω.
|
14
Μὴ ἀπαρνῆσαι τὴν εὐτυχίαν
τῆς παρούσης καλῆς ἡμέρας καὶ
μὴ ἀφήνῃς νὰ σοῦ διαφεύγουν
αἱ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐπιτρεπόμενοι
ἀπολαύσεις.
|
14
Εἰς ἡμέραν ἐορτάσιμον καὶ πανηγυρικὴν
μὴ στερήσῃς τὸν ἑαυτόν σου,
καὶ νὰ μὴ σοῦ διαφύγῃ κατ’ αὐτὴν
κάποιο μέρος ἀπολαύσεως τῆς νομίμου καὶ
ἐπιτρεπομένης ἐπιθυμίας σου.
|
15
Οὐχὶ ἑτέρῳ καταλείψεις
τοὺς πόνους σου καὶ τοὺς κόπους
σου εἰς διαίρεσιν κλήρου;
|
15
Ὅταν ἀποθάνῃς, δὲν θὰ
ἀφήσῃς τοὺς κόπους σου εἰς
τὰ χέρια ἄλλων καὶ ὅσα μὲ
τὴν ἐργασίαν σου ἀπέκτησες δὲν
θὰ τὰ ἀφήσῃς, νὰ τὰ
μοιρασθοῦν μὲ κλῆρον μεταξύ των οἱ
κληρονόμοι; |
15
Πρὸς τί νὰ στερηθῇς; Μήπως, ὅταν
ἐπέλθῃ ὁ θάνατος, δὲν θὰ ἀφήσῃς
εἰς ἄλλους τοὺς κόπους σου, καὶ ἡ
περιουσία, ποὺ μὲ ἐργασίαν πολλὴν
ἀπέκτησες, δὲν θὰ μοιρασθῇ διὰ
κλήρου εἰς τοὺς κληρονόμους σου;
|
16
Δὸς καὶ λάβε καὶ ἀπάτησον
τὴν ψυχήν σου, ὅτι οὐκ ἔστιν
ἐν ᾅδου ζητῆσαι τρυφήν.
|
16
Δῶσε καὶ πάρε. Δίδε εὐκαιρίαν
χαρᾶς καὶ ἀναψυχῆς εἰς τὴν
ζωήν σου, διότι εἰς τὸν ᾅδην
δὲν θὰ ἀναζητήσῃς καὶ
δὲν θὰ εὕρῃς ἀπόλαυσιν.
|
16
Δῶσε καὶ πάρε καὶ ξεγέλασε τὸν ἑαυτόν
σου, ἐφ' ὅσον ζῇς, διότι εἰς τὸν
Ἅδην δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητήσῃς
καὶ νὰ εὕρῃς ἀπόλαυσιν.
|
17
Πᾶσα σὰρξ ὡς ἱμάτιον παλαιοῦται,
ἡ γὰρ διαθήκη ἀπ' αἰῶνος·
θανάτῳ ἀποθανῇ.
|
17
Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου γηράσκει,
ὅπως παληώνει τὸ φόρεμα. Ὁ θάνατος
εἶναι ἡ ἀπὸ αἰῶνος ἐντολὴ
τοῦ Θεοῦ. Καὶ σύ, λοιπόν, ὀπωσδήποτε
θὰ ἀποθάνῃς.
|
17
Κάθε ζωντανὴ σάρκα γηράσκει, ὅπως παλιώνει καὶ
τὸ ροῦχο, διότι γη θεία ἀπόφασις ἐξ
ἀρχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος
εἶναι: Θὰ ἀποθάνῃς ἐξάπαντος.
|
18
Ὡς φύλλον θάλλον ἐπὶ δένδρου
δασέος, τὰ μὲν καταβάλλει, ἄλλα
δὲ φύει, οὕτως γενεὰ σαρκὸς
καὶ αἵματος. Ἡ μὲν τελευτᾷ,
ἑτέρα δὲ γεννᾶται.
|
18
Ἀπὸ τὸ θαλλερὸν φύλλωμα πυκνοφύλλου
δένδρου ἄλλα μὲν φύλλα πίπτουν,
ἄλλα δὲ βλαστάνουν. Ἔτσι συμβαίνει
καὶ μεταξὺ τῶν γενεῶν τῶν ἀνθρώπων,
ποὺ ἔχουν σάρκα καὶ αἷμα·
ἄλλη μὲν γενεὰ ἀποθνήσκει, ἄλλη
δὲ γεννᾶται.
|
18
Ὅπως φύλλον καταπράσινον καὶ θαλερὸν ἐπὶ
δένδρου πυκνοφύλλου καὶ ἀειθαλοῦς, ποὺ
ἄλλα μὲν φύλλα ρίπτει κάτω, ἄλλα δὲ
βγάζει καὶ βλαστάνει, ἔτσι καὶ κάθε γενεὰ
δημιουργημάτων ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα,
ἄλλη μὲν ἀποθνήσκει, ἄλλη δὲ
γεννᾶται. |
19
Πᾶν ἔργον σηπόμενον ἐκλείπει,
καὶ ὁ ἐργαζόμενος αὐτὸ
μετ' αὐτοῦ ἀπελεύσεται.
|
19
Ὡσὰν τὸ φύλλον κάθε ἔργον
πονηροῦ ἀνθρώπου σαπίζει καὶ
ἐξαφανίζεται· μαζῆ δὲ μὲ
αὐτὸ περνάει καὶ ἐξαφανίζεται
καὶ φεύγει καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
τὸ ἔπραξε. |
19
Κάθε τι ποὺ φθείρεται καὶ σαπίζει, ἐξαφανιζεται,
καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸ ἐργάζεται
καὶ τὸ φτιάνει, θὰ ἀπέλθῃ μετ'
αὐτοῦ καὶ αὐτός.
|
20
Μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐν σοφίᾳ
τελευτήσει καὶ ὃς ἐν συνέσει
αὐτοῦ διαλεχθήσεται,
|
20
Εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
θὰ τελευτήσῃ μελετῶν τὰς ἀληθείας
αὐτὰς μὲ σοφίαν καὶ ὁ
ὁποῖος συλλογίζεται καὶ σκέπτεται
μὲ σύνεσιν.
|
20
Εἶναι εὐτυχῇς ὁ ἄνθρωπος, τὸν
ὁποῖον θὰ εὕρῃ ὁ θάνατος
νὰ ζῇ μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν, καὶ
ὁ ὁποῖος θὰ συλλογίζεται καὶ
θὰ συζητῇ πάντοτε μυαλωμένα καὶ συνετά.
|
21
ὁ διανοούμενος τὰς ὁδοὺς αὐτῆς
ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἐν
τοῖς ἀποκρύφοις αὐτῆς νοηθήσεται.
|
21
Αὐτός, ποὺ σκέπτεται εἰς τὸ
βάθος τῆς καρδίας του τὰς ἐντολὰς
τῆς θείας σοφίας, αὐτὸς καὶ
κατανοεῖ τὰ ἀπόκρυφα καὶ ἄρρητα
αὐτῆς νοήματα.
|
21
Αὐτὸς ποὺ σκέπτεται καὶ διανοεῖται
εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας του τοὺς
τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τὰς ἐντολὰς
τῆς Σοφίας, θὰ κατανοήσῃ καὶ θὰ
εἰσχωρήσῃ καὶ εἰς τὰ ἀπόκρυφα
βάθη αὐτῆς. |
22
Ἔξελθε ὀπίσω αὐτῆς ὡς
ἰχνευτής, καὶ ἐν ταῖς εἰσόδοις
αὐτῆς ἐνέδρευε.
|
22
Ἔβγα ἀπὸ τὸ σπίτι σου, ὡσὰν
ἀνιχνευτής, ἀκολούθησε τοὺς
δρόμους τῆς σοφίας πίσω ἀπὸ
αὐτὴν καὶ στῆσε ἐνέδραν
εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ οἴκου της.
|
22
Ἔβγα καὶ ἀκολούθησέ την σὰν
κυνηγός, ποὺ ἀναζητεῖ νὰ εὕρῃ
τὰ ἴχνη της, καὶ στῆσε ἐνέδραν
καὶ καρτέρι εἰς τὴν εἴσοδον τῆς
οἰκίας της. |
23
Ὁ παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων
αὐτῆς καὶ ἐπὶ τῶν θυραμάτων
αὐτῆς ἀκροάσεται.
|
23
Ἐκεῖνος, ποὺ σκύβει καὶ παρατηρεῖ
ἀπὸ τὰ παράθυρά της, αὐτὸς
καὶ θὰ ἀκροασθῇ σοφὰ πράγματα
ἀπὸ τὰς θύρας της.
|
23
Γίνε καὶ σὺ σὰν ἐκεῖνον, ποὺ
κλίνει τὴν κεφαλήν του εἰς τὰ παραθύρά
της διὰ νὰ ἐρευνήσῃ μὲ τὰ
βλέμματά του, καὶ σὰν αὐτόν, ὁ ὁποῖος
θὰ ἀκούσῃ προσεκτικὰ εἰς τὰς
θύρας της· |
24
Ὁ καταλύων σύνεγγυς τοῦ οἴκου
αὐτῆς καὶ πήξει πάσσαλον ἐν
τοῖς τοίχοις αὐτῆς, |
24
Αὐτός, ποὺ κατοικεῖ κοντὰ εἰς
τὸν οἶκον της καὶ καρφώνει τὸν
πάσσαλον τῆς σκηνῆς του εἰς τὸν
τοῖχον της,
|
24
σὰν ἐκεῖνον, ποὺ στήνει τὸ κατάλυμά
του πλησίον τοῦ σπιτιοῦ της, καὶ χώνει καὶ
στερεώνει πάσσαλον εἰς τοὺς τοίχους της.
|
25
στήσει τὴν σκηνὴν αὐτοῦ κατὰ
χεῖρας αὐτῆς καὶ καταλύσει ἐν
καταλύματι ἀγαθῶν·
|
25
στήνει δὲ τὴν σκηνήν του ἐκεῖ,
ὅπου φθάνουν τὰ χέρια της, αὐτὸς
θὰ ἔχῃ τὸ κατάλυμά του
πλῆρες ἀπὸ ἀγαθά.
|
25
Θὰ στερεώσῃ ἔτσι τὴν σκηνὴν
τοῦ πλησίον τῶν χειρῶν της καὶ θὰ
καταλύσῃ μέσα εἰς κατάλυμα καὶ σκηνὴν
γεμάτην ἀπὸ ἀγαθά. |
26
θήσει τὰ τέκνα αὐτοῦ ἐν
τῇ σκέπῃ αὐτῆς καὶ ὑπὸ
τοὺς κλάδους αὐτῆς αὐλισθήσεται·
|
26
Θὰ θέσῃ τὰ τέκνα του ὑπὸ
τὴν σκέπην καὶ τὴν προστασίαν
τῆς σοφίας, κάτω δὲ ἀπὸ
τοὺς κλάδους τοῦ δένδρου της θὰ
καταυλισθῇ.
|
26
Θὰ θέσῃ τὰ παιδιά του κάτω ἀπὸ
τὴν σκέπην καὶ τὴν προστασίαν αὐτῆς
καὶ θὰ περνᾷ τὰς νύκτας του κοιμώμενος
κάτω ἀπὸ τοὺς κλάδους της καὶ ὑπὸ
τὴν σκιὰν της. |
27
σκεπασθήσεται ὑπ' αὐτῆς ἀπὸ
καύματος καὶ ἐν τῇ δόξῃ
αὐτῆς καταλύσει. |
27
Θὰ σκεπασθῇ ἀπὸ αὐτὴν
καὶ θὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ τὸ
καῦμα τοῦ ἡλίου. Θὰ μείνῃ
καὶ θὰ ἀναπαυθῇ μέσα εἰς
τὴν δόξαν της. |
27
Θὰ σκεπασθῇ ὑπ’ αὐτῆς καὶ
θὰ προστατευθῇ ἀπὸ τὸν θερινὸν
καύσωνα· θὰ ἔχῃ δὲ τὸ κατάλυμα
καὶ τὴν ἀνάπαυσίν του μέσα εἰς τὴν
δόξαν της. |