Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
ἐπιθύμει τέκνων πλῆθος ἀχρήστων,
μὴ εὐφραίνου ἐπὶ υἱοῖς
ἀσεβέσιν. |
ὴ
ἐπιθυμῇς πλῆθος ἀπογόνων, οἱ
ὁποῖοι δὲν θὰ εἶναι ἱκανοὶ
εἰς τίποτε καὶ μὴ εὐφραίνεσαι
διὰ τὰ παιδιά σου τὰ ἀσεβῆ.
|
ὴ
ἐπιθυμῇς πλῆθος ἀπὸ τέκνα ἄχρηστα
καὶ ἀνωφελῆ καὶ μὴ εὐφραίνεσαι
δι’ υἱούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσεβεῖς.
|
2
Ἐὰν πληθύνωσι, μὴ εὐφραίνου
ἐπ' αὐτοῖς, εἰ μή ἐστι
φόβος Κυρίου μετ' αὐτῶν.
|
2
Ἐὰν πληθυνθοῦν, μὴ εὐφρανθῇς
δι' αὐτά, ἐκτὸς ἐὰν εἰς
τὰς καρδίας των ὑπάρχῃ ὁ
φόβος τοῦ Κυρίου.
|
2
Ἐὰν πληθυνθοῦν, μὴ χαίρεσαι δι’ αὐτὰ
καὶ διὰ τὸ πλῆθος των, ἐὰν
δὲν ὑπάρχῃ μετ’ αὐτῶν
φόβος τοῦ Κυρίου. |
3
Μὴ ἐμπιστεύσῃς τῇ ζωῇ
αὐτῶν καὶ μὴ ἔπεχε ἐπὶ
τὸ πλῆθος αὐτῶν· κρείσσων
γὰρ εἶς ἢ χίλιοι, καὶ ἀποθανεῖν
ἄτεκνον ἢ ἔχειν τέκνα ἀσεβῆ.
|
3
Μὴ ἐλπίζῃς μακρὰν καὶ
εὐτυχισμένην τὴν ζωὴν αὐτῶν,
καὶ μὴ στηρίζεσαι εἰς τὸ πλῆθος
των. Προτιμότερος εἶναι ἔνας εὐσεβὴς
παρὰ χίλιοι ἀσεβεῖς. Καὶ εἶναι
προτιμότερον νὰ ἀποθάνῃ κανεὶς
ἄτεκνος, παρὰ νὰ ἔχῃ παιδιὰ
ἀσεβῆ καὶ ἁμαρτωλά.
|
3
Μὴ βασίζεσαι καὶ μὴ δίδῃς πίστιν εἰς
τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς των καὶ
μὴ στηρίζεσαι εἰς τὸν ἀριθμόν
των διότι ἕνας καλὸς καὶ εὐσεβὴς
εἶναι καλύτερος καὶ προτιμότερος ἀπὸ
χιλίους· καὶ προτιμότερον νὰ ἀποθάνῃ
κάποιος ἄτεκνος, παρὰ νὰ ἔχῃ
τέκνα ἀσεβῇ. |
4
Ἀπὸ γὰρ ἑνὸς συνετοῦ συνοικισθήσεται
πόλις, φυλὴ δὲ ἀνόμων ἐρημωθήσεται.
|
4
Διότι ἕνας μυαλωμένος καὶ τοῦ
Θεοῦ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ γεμίσῃ
ἀπὸ πλῆθος ἀνθρώπων μίαν
πόλιν. Ὁλόκληρος δὲ φυλὴ ἀνόμων
καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων θὰ
ἐξολοθρευθῆ καὶ θὰ ἐρημωθῇ.
|
4
Καὶ εἶναι προτιμότερος ὁ ἕνας, διότι
ἀπὸ ἕνα συνετὸν θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ κατοίκους ὁλόκληρος πόλις, τοὐναντίον
δὲ ὁλόκληρος φυλὴ καὶ γενεὰ
παρανόμων θὰ ἐρημωθῇ.
|
5
Πολλὰ τοιοῦτα ἑώρακα ἐν ὀφθαλμοῖς
μου, καὶ ἰσχυρότερα τούτων ἀκήκοε
τὸ οὖς μου. |
5
Πολλὰ τέτοια γεγονότα εἶδα μὲ
τὰ μάτια μου καὶ ἀκόμη σπουδαιότερα
ἀπὸ αὐτὰ ἤκουσαν τὰ αὐτιά
μου. |
5
Πολλὰ τέτοια γεγονότα εἶδα μὲ τὰ μάτια
μου καὶ σοβαρώτερα ἀπὸ αὐτὰ
ἔχουν ἀκούσει τὰ αὐτιά μου.
|
6
Ἐν συναγωγῇ ἁμαρτωλῶν ἐκκαυθήσεται
πῦρ, καὶ ἐν ἔθνει ἀπειθεῖ
ἐξεκαύθη ὀργῇ.
|
6
Εἰς συγκέντρωσιν ἁμαρτωλῶν θὰ
ἀνάψῃ φωτιά, διὰ νὰ τοὺς
κατακαύσῃ, καὶ ἐναντίον ἔθνους,
ποὺ δὲν ὑπακούει εἰς τὰς
θείας ἐντολάς, ὡσὰν πυρκαϊὰ
θὰ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργὴ
τοῦ Θεοῦ.
|
6
Εἰς σύναξιν ἁμαρτωλῶν θὰ ἀνάψῃ
φωτιὰ νὰ τοὺς κάψη, καὶ εἰς
ἔθνος, ποὺ ἀπειθεῖ καὶ ἀπεστάτησεν
ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἐκσπάσῃ
γρήγορα θεία ὀργή. |
7
Οὐκ ἐξιλάσατο περὶ τῶν ἀρχαίων
γιγάντων, οἳ ἀπέστησαν τῇ ἰσχύϊ
αὐτῶν· |
7
Ὁ Θεὸς δὲν ἐξιλεώθη καὶ
δὲν συνεχώρησε τοὺς ἀρχαίους
ἐκείνους γίγαντας, οἱ ὁποῖοι,
ἔχοντες πεποίθησιν εἰς τὴν δύναμίν
των, ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ αὐτόν.
|
7
Δὲν ἐξιλέωσε καὶ δὲν συνεχώρησεν ὁ
Θεὸς τοὺς ἀρχαίους γίγαντας, οἱ ὁποῖοι
ἀπεστάτησαν ἀπ’ Αὐτοῦ στηριζόμενοι
ἀλαζονικῶς εἰς τὴν δύναμίν των.
|
8
οὐκ ἐφείσατο περὶ τῆς παροικίας
Λώτ, οὓς ἐβδελύξατο διὰ τὴν
ὑπερηφανίαν αὐτῶν·
|
8
Δὲν ἐλυπήθη τὴν πόλιν, εἰς
τὴν ὁποίαν κατοικοῦσε ὁ Λώτ.
Τοὺς κατοίκους αὐτῆς τοὺς ἀπεστράφη
καὶ τοὺς ἐμίσησε διὰ τὴν
ὑπερηφάνειάν των.
|
8
Δὲν ἐλυπήθη τὴν πόλιν, εἰς τὴν
ὁποίαν ὡς ξένος καὶ πάροικος διέμενεν ὁ
Λώτ, τοὺς κατοίκους τῆς ὁποίας ἐσιχάθη
διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των.
|
9
οὐκ ἠλέησεν ἔθνος ἀπωλείας,
τοὺς ἐξηρμένους ἐν ἁμαρτίαις
αὐτῶν· |
9
Δὲν ἠλέησεν ἔθνος, τὸ ὁποῖον
ἐκουσίως ἐβάδισε τὸν δρόμον
τῆς ἀπωλείας, τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ ἀλαζονεύθησαν μέσα εἰς τὰς
ἁμαρτίας των.
|
9
Δὲν ἐπέδειξεν οἶκτον καὶ ἔλεος
εἰς ἔθνος ἄξιον καταστροφῆς, οἱ
ὁποῖοι εἶχον ἐπαρθῆ καὶ
ὑπερηφανεύοντο μέσα εἰς τὰς τόσας ἁμαρτίας
των. |
10
καὶ οὕτως ἑξακοσίας χιλιάδας
πεζῶν τοὺς ἐπισυναχθέντας ἐν
σκληροκαρδίᾳ αὐτῶν. |
10
Καὶ ἔτσι δὲν ἠλέησεν ὁ
Κύριος αὐτούς, ἀλλὰ ἐξωλόθρευσεν
ἑξακοσίας χιλιάδας ἀνδρῶν ῾Εβραίων
εἰς τὴν ἔρημον, οἱ ὁποῖοι
ἐν τῇ σκληροκαρδίᾳ των εἶχαν
συσσωματωθῆ ἀπειθοῦντες πρὸς τὸν
Κύριον.
|
10
Καὶ ἐξωλόθρευσεν ἔτσι ἑξακοσίας
χιλιάδας πεζῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχον
συγκεντρωθῆ μὲ σκληρότητα καρδίας.
|
11
Κἂν ᾖ εἷς σκληροτράχηλος, θαυμαστὸν
τοῦτο εἰ ἀθωωθήσεται· ἔλεος
γὰρ καὶ ὀργὴ παρ' αὐτῷ,
δυνάστης ἐξιλασμῶν καὶ ἐκχέων
ὀργήν. |
11
Ἐὰν δὲ ἔστω καὶ ἔνας σκληροτράχηλος
ὑπάρξῃ, θὰ εἶναι θαυμαστόν,
ἐὰν διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν.
Διότι εἰς τὸν Κύριον ὑπάρχει
βεβαίως τὸ ἔλεος, ἀλλὰ καὶ
ἡ δικαία ὀργὴ. Ὁ Κύριος
εἶναι ὁ ἄρχων καὶ ὁ χορηγὸς
τῶν οἰκτιρμῶν, ἀλλὰ καὶ
ἀφήνει νὰ ἐκσπᾷ ἡ ὀργή
του ἐναντίον τῶν ἀμετανοήτων
ἁμαρτωλῶν.
|
11
Καὶ ἕνας ἀκόμη ἐὰν εἶναι
ὁ σκληροτράχηλος καὶ ἀμετανόητος, θὰ
εἶναι τοῦτο παράδοξον καὶ θαυμαστόν, ἐὰν
θὰ ἀπαλλαγῇ ὡς ἀθῶος καὶ
δὲν θὰ τιμωρηθῇ. Διότι μετὰ τοῦ
Θεοῦ ὑπάρχει ἔλεος, ἀλλὰ καὶ
ὀργή· εἶναι παντοδύναμος εἰς
τὸ νὰ συγχωρῇ, ἀλλὰ καὶ
εἰς τὸ νὰ ἐκχύνῃ ἀσυγκράτητον
τὴν ὀργήν του. |
12
Κατὰ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ,
οὕτως καὶ πολὺς ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ·
ἄνδρα κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ
κρίνει. |
12
Ὅσον μέγα εἶναι τὸ ἔλεός
του, τόσον μεγάλη εἶναι καὶ ἡ
δικαία τιμωρία, ποὺ στέλλει. Αὐτὸς
κρίνει τὸν καθένα ἄνθρωπον κατὰ
τὰ ἔργα του.
|
12
Ὅσον πολὺ καὶ μέγα εἶναι τὸ
ἔλεός Του, τόσον μεγάλη εἶναι καὶ ἡ
αὐστηρότης καὶ τιμωρία Του· θὰ κρίνῃ
κάθε ἄνθρωπον σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
|
13
Οὐκ ἐκφεύξεται ἐν ἁρπάγμασιν
ἁμαρτωλός, καὶ οὐ μὴ καθυστερήσῃ
ὑπομονὴν εὐσεβοῦς.
|
13
Ὁ ἁμαρτωλὸς μὲ τὰς ἁρπαγάς
του δὲν θὰ διαφύγῃ τὴν δικαίαν
παρὰ Θεοῦ τιμωρίαν καὶ δὲν θὰ
καθυστερήσῃ ὁ Κύριος νὰ βραβεύσῃ
τὴν ὑπομονὴν τοῦ εὐσεβοῦς.
|
13
Δὲν θὰ διαφύγῃ ὁ ἁμαρτωλὸς
μὲ τὰς ἅρπαγας καὶ ἀδικίας του,
καὶ δὲν θὰ καθυστερήσῃ νὰ
ἰκανοποιηθῇ ἡ μεθ’ ὑπομονῆς
καὶ ἀναμονῆς ἐλπὶς τοῦ
εὐσεβοῦς. |
14
Πάσῃ ἐλεημοσύνῃ ποιήσει
τόπον, ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα
αὐτοῦ εὑρήσει. |
14
Πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν θὰ σκορπίσῃ
ὁ Κύριος τὸ ἔλεός του, ἀλλὰ
ὁ καθένας θὰ εὔρῃ κατὰ
τὰ ἔργα του.
|
14
Εἰς πᾶσαν ἀγαθοεργίαν ὁ Θεὸς
θὰ ἐτοιμάσῃ τόπον καὶ ἀνταμοιβήν.
Ὁ καθένας μας θὰ εὕρῃ σύμφωνα
μὲ τὰ ἔργα του. |
15
Κύριος ἐσκλήρυνε Φαραὼ μὴ εἰδέναι
αὐτόν, ὅπως ἂν γνωσθῇ ἐνεργήματα
αὐτοῦ τῇ ὑπ' οὐρανόν·
|
15
Ὁ Κύριος ἀφῆκε νὰ σκληρυνθῇ
ἡ καρδία τοῦ Φαραώ, ὥστε νὰ
μὴ γνωρίσῃ τὸν ἀληθινὸν
Θεόν, διὰ νὰ γίνουν ἔτσι φανερὰ
εἰς ὅλην τὴν γῆν τὰ ἔργα
τοῦ Κυρίου.
|
15
Ὁ Κύριος παρεχώρησε νὰ σκληρυνθὴ ἡ
καρδία τοῦ Φαραώ, ὥστε οὗτος νὰ μὴ
γνωρίσῃ Αὐτόν, διὰ να γίνουν φανερὰ
τὰ θαυμαστὰ ἔργα του εἰς ὅλην
τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ἐκτεινομένην
οἰκουμένην. |
16
πάση τῇ κτίσει τὸ ἔλεος αὐτοῦ
φανερόν, καὶ τὸ φῶς αὐτοῦ
καὶ τὸ σκότος ἐμέρισε τῷ
ἀδάμαντι. |
16
Τὸ ἔλεός του εἶναι ὁλοφάνερον
εἰς ὅλην τὴν δημιουργίαν. Ὡσὰν
δὲ μὲ διαμάντι διεχώρισε τὸ
φῶς ἀπὸ τὸ σκότος.
|
16
Τὸ ἔλεος τοῦ εἶναι φανερὸν εἰς
ὅλην τὴν Δημιουργίαν, ἐχώρισε δὲ τὸ
φῶς καὶ τὸ σκότος ὡς δι' ἀδάμαντος
καὶ σκληροῦ καὶ ἀδιαπεράστου
χωρίσματος. |
17
Μὴ εἴπῃς, ὅτι ἀπὸ Κυρίου
κραβήσομαι, μὴ ἐξ ὕψους τίς
μου μνησθήσεται; Ἐν λαῷ πλείονι οὐ
μὴ γνωσθῶ, τὶς γὰρ ἡ ψυχή
μου ἐν ἀμετρήτῳ κτίσει;
|
17
Μὴ εἴπῃς· <ἐγὼ θὰ
κρυφθῶ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ
Κυρίου. Μήπως τάχα καὶ ἀπὸ
τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ ὑπάρχει
κανείς, ποῦ θὰ ἐνθυμηθῇ ἐμὲ
τὸν ἄνθρωπον τῆς γῆς; Μέσα δὲ
εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ κανεὶς
δὲν θὰ μὲ γνωρίσῃ. Καὶ
τί εἶμαι ἐγὼ μέσα εἰς
τὴν ἀπέραντον δημιουργίαν;>
|
17
Μῃ εἴπῃς μέσα σου, ὅτι θὰ κρυφθῶ
ἀπὸ τὸν Κύριον μήπως θὰ μὲ ἐνθυμηθῇ
καὶ θὰ μὲ προσέξῃ κανεὶς ἀπὸ
τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ; Μέσα εἰς
τόσον πλῆθος λαοῦ δὲν θὰ γίνω γνωστὸς
καὶ δὲν θὰ μὲ διακρίνῃ κανείς.
Διότι τί εἶναι ἡ ὕπαρξίς μου καὶ
ἡ ζωή μου μέσα εἰς τὴν ἀπέραντον καὶ
ἀμέτρητον Κτίσιν; |
18
Ἰδοὺ ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ
οὐρανὸς τὸν οὐρανοῦ, ἄβυσσος
καὶ γῆ σαλευθήσονται ἐν τῇ ἐπισκοπῇ
αὐτοῦ. |
18
Ἰδού, ὁ οὐρανὸς τῆς γῆς
καὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἀπέραντος
οὐρανὸς τοῦ σύμπαντος, ἰδοὺ
ἡ ἄβυσσος τῆς θαλάσσης καὶ ἡ
γῆ κλονίζονται, ὅταν ρίψῃ τὸ
βλέμμα του ὁ Κύριος ἐπάνω εἰς
αὐτά. |
18
Τίποτε δὲν εἶναι. Ὁ Θεὸς ὅμως
τὰ βλέπει ὅλα. Καὶ ἰδού·
ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ ὑπεράνω
τοῦ οὐρανοῦ αὐτοῦ ἄλλος
οὐρανός, ἡ ἄβυσσος τῆς θαλάσσης καὶ
ἡ γῆ θὰ σαλευθοῦν κατὰ τὴν
ἐπίσκεψιν καὶ ἔλευσιν τοῦ Κυρίου.
|
19
Ἅμα τὰ ὄρη καὶ τὰ θεμέλια
τῆς γῆς ἐν τῷ ἐπιβλέψαι
εἰς αὐτὰ τρόμῳ συσσείονται,
|
19
Συγχρόνως τὰ ὄρη καὶ τὰ θεμέλια
τῆς γῆς καταλαμβάνονται ἀπὸ
τρόμον καὶ συγκλονίζονται ἀπὸ
σεισμόν, ὅταν ὁ Κύριος ρίψῃ
πρὸς αὐτὰ ἄγριον τὸ βλέμμα
του. |
19
Συγχρόνως δὲ τὰ ὅρη καὶ τὰ θεμέλια
τῆς γῆς, ὅταν ἐπιβλέψῃ εἰς
αὐτὰ ἀπειλητικῶς ὁ Κύριος, θὰ
σεισθοῦν ὅλα μαζὶ ὑπὸ τρομεροῦ
σεισμοῦ. |
20
καὶ ἐπ' αὐτοῖς οὐ διανοηθήσεται
καρδία· καὶ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ
τίς ἐνθυμηθήσεται; |
20
Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ
σκέπτεται ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου.
Ποιὸς ἐνδιαφέρεται καὶ ποιὸς
σκέπτεται τὰς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου;
|
20
Καὶ ἐπ’ αὐτῶν δὲν δύναται
νὰ διανοηθῇ καὶ νὰ σχηματίσῃ
κάποιαν ἰδέαν καρδία καὶ νοῦς ἀνθρώπου·
καὶ ποῖος θὰ συλλάβῃ μὲ τὸν
νοῦν του καὶ μὲ τὴν σκέψιν του τὰ
σχέδια καὶ τοὺς τρόπους τῶν ἐνεργειῶν
τοῦ Κυρίου; |
21
Καὶ καταιγίς, ἣν οὐκ ὂψεται
ἄνθρωπος, τὰ δὲ πλείονα τῶν
ἔργων αὐτοῦ ἐν ἀποκρύφοις.
|
21
Καὶ αὐτὴ ἡ ὀρατὴ καὶ
αἰσθητὴ καταιγὶς ἀγνοεῖται ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον. Τὰ πλεῖστα ἄλλωστε
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ παραμένουν
ἄγνωστα καὶ μυστηριώδη διὰ τὸν
ἄνθρωπον.
|
21
Καὶ αὐτὴν τὴν καταιγίδα δὲν
θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀτενίσῃ
καὶ νὰ ἀντικρύσῃ ἄνθρωπος· τὰ
περισσότερα δὲ ἀπὸ τὰ ἔργα Του
εἶναι ἀπόκρυφα καὶ μυστηριώδη.
|
22
Ἔργα δικαιοσύνης τίς ἀναγγελεῖ
ἢ τίς ὑπομενεῖ; Μακρὰν γὰρ
ἡ διαθήκη. |
22
Τὰ ἔργα τῆς θείας δικαιοσύνης
ποιὸς τὰ ἀναγγέλλει ἢ ποιὸς
τὰ περιμένει μέχρι τέλους; Διότι
ὁ Νόμος καὶ αἱ ὑποσχέσεις
τοῦ Κυρίου εὑρίσκονται μακρὰν
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον.
|
22
Τὰ ἔργα τῆς αἰφνιδίως ἐπερχομένης
δικαίας ἐκδικήσεως τοῦ Κυρίου ποῖος δύναται
νὰ ἀναγγείλῃ. Ἢ ποῖος θὰ
περιμείνῃ αὐτά; Ἐλάχιστοι. Διότι αἱ
ὑπὸ τῆς Διαθήκης καὶ τοῦ Νόμου
τοῦ Θεοῦ ἐπαπειλούμεναι τιμωρίαι εὑρίσκονται
μακρὰν καὶ βραδύνουν να ἐκδηλωθοῦν.
|
23
Ἐλαττούμενος καρδίᾳ διανοεῖται
ταῦτα, καὶ ἀνὴρ ἄφρων καὶ
πλανώμενος διανοεῖται μωρά. |
23
Αὐτὰ σκέπτεται ὁ μικρόμυαλος
καὶ στενόκαρδος ἄνθρωπος. Ἀσύνετος
καὶ πλανώμενος σκέπτεται τοιαύτας
μωρίας. |
23
Ἄνθρωπος στερούμενος σύνεσιν καὶ ἔχων ὡς
ἐκ τούτου στενὸν καὶ ἠλαττωμένον
νοῦν, σκέπτεται περὶ αὐτῶν ἀνοήτως
φανταζόμενος τὴν ἀπὸ Θεοῦ τιμωρίαν
μακρὰν αὐτοῦ· ἄνθρωπος δὲ
ἀνόητος καὶ πλανεμένος σκέπτεται μωρὰ καὶ
τρελλά. |
24
Ἀκουσόν μου, τέκνον, καὶ μάθε
ἐπιστήμην καὶ ἐπὶ τῶν
λόγων μου πρόσεχε τῇ καρδίᾳ
σου. |
24
Παιδί μου, ἄκουσέ με· μάθε τὴν
ἀληθινὴν γνῶσιν καὶ εἰς τοὺς
λόγους μου ἂς δώσῃ προσοχὴν
ἡ καρδία σου.
|
24
Ἀκουσε, παιδί μου, καὶ μάθε γνῶσιν καὶ
μὲ ὅλην σου τὴν καρδία πρόσεχε εἰς
τὰ λόγια μου. |
25
Ἐκφανῶ ἐν σταθμῷ παιδείαν καὶ
ἐν ἀκριβείᾳ ἀπαγγελῶ ἐπιστήμην.
|
25
Θὰ φανερώσω ὁλοκάθαρα εἰς σὲ
μὲ ἀκριβὲς ζύγι τὴν ἀληθινὴν
παιδείαν καὶ μόρφωσιν καὶ μὲ
ἐπιμέλειαν καὶ λεπτομέρειαν θὰ
διακηρύξω ἐνώπιόν σου τὴν ἐπιστήμην.
|
25
Θὰ φανερώσω διδασκαλίαν παιδαγωγοῦσαν καλῶς
ζυγισμένην καὶ θὰ ἐξαγγείλω γνῶσιν
διηκριβωμένην. |
26
Ἐν κρίσει Κυρίου τὰ ἔργα αὐτοῦ
ἀπ' ἀρχῆς καὶ ἀπὸ ποιήσεως
αὐτῶν διέστειλε μερίδας αὐτῶν.
|
26
Μὲ τὴν πάνσοφον κρίσιν τοῦ Κυρίου
ἔγιναν ἀπ' ἀρχῆς ὅλα τὰ
ἔργα του. Καὶ ἀπ' ἀρχῆς τῆς
δημιουργίας καθώρισε διὰ τὸ καθένα
τὴν θέσιν καὶ τὸν προορισμόν
του. |
26
Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔγιναν ἐξ
ἀρχῆς μὲ κρίσιν καὶ σοφίαν, καὶ
ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας
των καθώρισεν ὁ Θεὸς τὰς διαφόρους αὐτῶν
διαιρέσεις καὶ διακρίσεις. |
27
Ἐκόσμησεν εἰς αἰῶνα τὰ
ἔργα αὐτοῦ καὶ τὰς ἀρχὰς
αὐτῶν εἰς γενεὰς αὐτῶν·
οὔτε ἐπείνασαν οὔτε ἐκοπίασαν
καὶ οὐκ ἐξέλιπον ἀπὸ τῶν
ἔργων αὐτῶν· |
27
Ἐστόλισε καὶ ἐνηρμόνισεν εἰς
τοὺς αἰῶνας τὰ ἔργα του, ἀπὸ
τῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας των
καὶ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν
μέχρι συντελείας. Αὐτὰ οὔτε
ἐπείνασαν οὔτε ἐκοπίασαν καὶ
ποτὲ δὲν παρεξέκλιναν καὶ δὲν
παρέλειψαν ἀπὸ τὰ ἔργα των.
|
27
Διεκόσμησε καὶ ἐτακτοποίησε κατὰ μόνιμα
καὶ αἰώνια συστήματα τὰ ἔργα του,
καὶ τὰς ἀπ' ἀρχῆς κυρίας διαιρέσεις
των ἐπλήθυνεν εἰς τὰς γενεάς των.
Οὔτε ἐπείνασαν, οὔτε ἐκοπίασαν,
οὔτε ἐσταμάτησαν ἀπὸ τὰ
ἔργα των. |
28
ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ οὐκ
ἐξέθλιψε, καὶ ἕως αἰῶνος
οὐκ ἀπειθήσουσι τοῦ ρήματος
αὐτοῦ. |
28
Κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν προσέκρουσε
καὶ δὲν ἐπέπεσεν ἐπὶ τοῦ
ἄλλου καὶ μέχρι συντελείας τῶν
αἰώνων δὲν θὰ ἀπειθήσουν
ποτὲ εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ
Θεοῦ. |
28
Καθένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐστενοχώρησε
τὸ διπλανό του καὶ εἰς τοὺς
αἰῶνας δὲν θὰ παρακούσουν τὸ
πρόσταγμά του. |
29
Καὶ μετὰ ταῦτα Κύριος εἰς τὴν
γῆν ἐπέβλεψε καὶ ἐνέπλησεν
αὐτὴν τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ·
|
29
Ἔπειτα ὁ Κύριος ἔρριψε τὸ βλέμμα
του εἰς τὴν γῆν καὶ τὴν ἐγέμισεν
ἀπὸ τὰ ἀγαθά του.
|
29
Καὶ ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ὁ
Κύριος ἔρριψεν εὐμενῶς τὸ βλέμμα του
εἰς τὴν γῆν καὶ ἐγέμισεν αὐτὴν
μὲ τὰ ἀγαθά του. |
30
ψυχὴν παντὸς ζῴου ἐκάλυψε τὸ
πρόσωπον αὐτῆς, καὶ εἰς αὐτὴν
ἡ ἀποστροφὴ αὐτῶν. |
30
Ἐγέμισε τὴν ἐπιφάνειαν τῆς
γῆς μὲ κάθε εἰδὸς ζώων,
καὶ εἰς τὴν γῆν αὐτὰ πάλιν
θὰ ἐπιστρέψουν, ὅταν ἀποθνήσκουν.
|
30
Ἐκάλυψε τὴν ἐπιφάνειάν της μὲ
τὰ εἴδη ὅλων τῶν ζώων καὶ ὥρισε
τὴν ἐπιστροφήν των εἰς αὐτὴν
μετὰ τὸν θάνατον αὐτῶν. |