Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ῶς
ἀμαυρωθήσεται χρυσίον, ἀλλοιωθήσεται
τὸ ἀργύριον τὸ ἀγαθόν;
Ἐξεχύθησαν λίθοι ἅγιοι ἀπ'
ἀρχῆς πασῶν ἐξόδων.
|
ῶς
ἐμαύρισεν ὁ χρυσός, πῶς ἠλλοιώθη
ὁ ἐκλεκτὸς ἄργυρος! Ἐξεχύθησαν
καὶ διεσκορπίσθησαν εἰς τὰς γωνίας
ὅλων τῶν ὁδῶν οἱ πολύτιμοι
ἱεροὶ λίθοι!
|
ῶς
ἐσκοτείνιασε, ἐμαύρισε τὸ ἀστραφτερὸ
χρυσάφι; Πῶς ἔχει ἀλλοιωθῆ τὸ
ἐκλεκτὸν ἀσῆμι; Ἐσκορπίσθησαν
τὰ πολύτιμα ἱερὰ πετράδια εἰς τὶς
γωνίες ὅλων τῶν δρόμων! |
2
Υἱοὶ Σιὼν οἱ τίμιοι, οἱ
ἐπῃρμένοι ἐν χρυσίω, πῶς
ἐλογίσθησαν εἰς ἀγγεῖα ὀστράκινα,
ἔργα χειρῶν κεραμέως;
|
2
Τὰ τέκνα τῆς Σιών, τὰ πολύτιμα
αὐτὰ διαμάντια, ἀνώτεροι καὶ
ἀπὸ τὸν χρυσόν, πῶς ἐθεωρήθησαν
ὡσὰν πήλινα ἀγγεῖα, ἔργα
κεραμοποιοῦ καὶ συνετρίβησαν;
|
2
Τὰ τέκνα τῆς Σιών, οἱ πολυτιμότατοι αὐτοὶ
λίθοι, οἱ ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τὸ
χρυσάφι, πῶς ἐλογαριάσθησαν καὶ συνετρίβησαν
ὡς δοχεῖα εὔθραυστα καὶ χωματένια,
ἔργα κατεσκευασμένα ἀπὸ τὰ χέρια κεραμέως;
|
3
Καί γε δράκοντες ἐξέδυσαν μαστούς,
ἐθήλασαν σκύμνοι αὐτῶν·
θυγατέρες λαοῦ μου εἰς ἀνίατον
ὡς στρουθίον ἐν ἐρήμῳ.
|
3
Τὰ μικρὰ τῶν θηρίων εὐρίσκουν
τὴν θηλὴν τοῦ μητρικοῦ μαστοῦ
καὶ οἱ σκύμνοι τῶν λεόντων θηλάζουν
τὸ γάλα τῶν μητέρων των. Αἱ
θυγατέρες ὅμως τοῦ λαοῦ μου ἀποστεωμέναι
ἀπὸ τὴν πεῖναν, ὡσὰν στρουθία
εἰς τὴν ἔρημον ποὺ δὲν εὐρίσκουν
κόκκον διὰ νὰ τραφοῦν, ἀδυνατοῦν
νὰ γαλουχήσουν τὰ παιδιά των.
|
3
Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μικρὰ
τῶν δρακόντων <ἀγρίων θηρίων> εὐρίσκουν
τὴν θηλὴν τοῦ μαστοῦ τῆς μητέρας
των καὶ τὰ μικρὰ λιοντάρια θηλάζουν τὸ
γάλα τῆς μητέρας των ἐνῷ οἱ θυγατέρες
τὸν λαοῦ μου, σκελετωμένες ἕνεκα τῆς
πείνας, ἀδυνατοῦν νὰ θηλάσουν τὰ
βρέφη των, διότι εἶναι ὡσὰν τὰ σπουργίτια
εἰς τὴν ἔρημον, ποὺ δὲν εὐρίσκουν
κανένα κόκκον διὰ νὰ τραφοῦν.
|
4
Ἐκολλήθη ἡ γλῶσσα θηλάζοντος
πρὸς τὸν φάρυγγα αὐτοῦ ἐν
δίψει· νήπια ᾔτησαν ἄρτον, ὁ
διακλῶν οὐκ ἔστιν αὐτοῖς.
|
4
Ἡ γλῶσσα τοῦ θηλάζοντος βρέφους
ἐκολλήθη εἰς τὸν λάρυγγα αὐτοῦ
ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν γάλακτος. Τὰ
νήπια ἐζήτησαν ὀλίγον ἄρτον
καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ
κόψῃ δι'αὐτὰ ἕνα κομμάτι.
|
4
Ἡ γλῶσσα τῶν βρεφῶν ποὺ θηλάζουν
ἐκόλλησεν εἰς τὸν λάργυγά των
ἀπὸ τὴν δίψαν <ἔλλειψιν μητρικοῦ
γάλακτος ἢ νεροῦ>· τὰ νήπια ἐζήτησαν
ψωμί, δὲν ὑπάρχει ὅμως κανεὶς νὰ
κόψῃ ἕνα κόμματι, διὰ νὰ τοὺς
δώσῃ. |
5
Οἱ ἔσθοντες τὰς τρυφὰς ἠφανίσθησαν
ἐν ταῖς ἐξόδοις, οἱ τιθηνούμενοι
ἐπὶ κόκκων περιεβάλλοντο κοπρίας.
|
5
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐτρυφοῦσαν
εἰς πολυτελῆ τραπέζια, ἐξηφανίσθησαν
εἰς τοὺς δρόμους. Ἐκεῖνοι ποὺ
εἶχαν διατραφῆ καὶ ἀνατραφῆ
ἐπάνω εἰς τὰς πορφύρας, κυλίονται
τώρα εἰς τὴν κόπρον.
|
5
Οἱ καλομαθημένοι καὶ καλοαναθρεμμένοι ἀπέθαναν
εἰς τοὺς δρόμους· ὅσοι εἶχαν
ἀνατραφῇ μὲ πλούσια καὶ ἐκλεκτὰ
γεύματα εἰς ἐπίσημα τραπέζια, τώρα κυλίονται εἰς
τὴν κοπριάν. |
6
Καὶ ἐμεγαλύνθη ἀνομία θυγατρὸς
λαοῦ μου ὑπὲρ ἀνομίας Σοδόμων
τῆς κατεστραμμένης ὥσπερ σπουδῇ, καὶ
οὐκ ἐπόνεσαν ἐν αὐτῇ χεῖρας.
|
6
Αἱ παρανομίαι τῆς θυγατρὸς τοῦ
λαοῦ μου, τῆς Σιών, ἐπληθύνθησαν
περισσότερον ἀπὸ τὰς παρανομίας
τῶν Σοδόμων, τῆς πόλεως αὐτῆς,
ἡ ὁποία κατεστράφη ἀμέσως,
χωρὶς νὰ κοπιάσουν ἐναντίον
της αἱ ἐχθρικαὶ χεῖρες.
|
6
Διότι οἱ παραβάσεις τῶν ἁγίων νόμων τοῦ
Θεοῦ ἐκ μέρους τῆς θυγατέρας τοῦ λαοῦ
μου, δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐπληθύνθησαν
περισσότερον ἀπὸ τὶς παραβάσεις τῶν
κατοίκων τῶν Σοδόμων, τὰ ὁποῖα κατεστράφησαν
αἰφνιδίως καὶ ἀμέσως, χωρὶς νὰ
τὰ ἐγγίσουν καὶ νὰ τὰ
πληγώσουν καὶ χωρὶς νὰ κοπιάσουν διὰ
τὴν καταστροφήν των ἀνθρώπινα χέρια, ὅπως
ἐκοπίασαν οἱ ἐχθροὶ διὰ
τὴν ἅλωσιν καὶ καταστροφὴν τῆς
Ἱερουσαλήμ. |
7
Ἐκαθαριώθησαν Ναζιραῖοι αὐτῆς
ὑπὲρ χιόνα, ἔλαμψαν ὑπὲρ
γάλα, ἐπὶ πυρώθησαν ὑπὲρ
λίθους σαπφείρον τὸ ἀπόσπασμα
αὐτῶν.
|
7
Ἄλλοτε οἱ Ναζιραῖοι της ἦσαν καθαροὶ
καὶ κατάλευκοι, περισσότερον ἀπὸ
τὸ χιόνι. Ἔλαμπαν περισσότερον ἀπὸ
τὸ γάλα. Ἡ ἀκτινοβολία των ἦτο
λαμπρότερα ἀπὸ τὰς πυρώδεις
ἀκτῖνας, ποὺ ρίπτει ὁ σάπφειρος.
|
7
Ἄλλοτε οἱ Ναζιραῖοι τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἦσαν ὁλοκάθαροι, περισσότερον λευκοὶ
καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι, ἔλαμπαν μὲ
τὴν λευκότητά των περισσότερον ἀπὸ
τὸ γάλα· ἡ ἀκτινοβολία των ἦταν
ἰσχυρότερη καὶ φωτεινότερη ἀπὸ ἐκείνην
ποὺ ἐκπέμπει ὁ πολύτιμος λίθος σάπφειρος
<ζαφείρι>. |
8
Ἐσκότασεν ὑπὲρ ἀσβόλην
τὸ εἶδος αὐτῶν, οὐκ ἐπεγνώσθησαν
ἐν ταῖς ἐξόδοις· ἐπάγη
δέρμα αὐτῶν ἐπὶ τὰ ὀστέα
αὐτῶν, ἐξηράνθησα ἐγενήθησαν
ὥσπερ ξύλον. |
8
Τώρα ὅμως ἡ μορφή των ἔγινε
περισσότερον σκοτεινὴ καὶ μελανὴ ἀπὸ
τὴν καπνιάν. Ἀγνώριστοι κατήντησαν
εἰς τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς των.
Ἐκόλλησε τὸ δέρμα των ἐπάνω
εἰς τὰ κόκκαλά των. Ἐξηράνθησαν,
ἔγιναν ὡσὰν τὸ ξύλον.
|
8
Τώρα ὅμως ἡ ἄλλοτε φωτεινὴ ὄψις
των <τῶν Ναζιραίων> ἔγινε σκοτεινὴ
καὶ μαύρη περισσότερον ἀπὸ τὴν καπνιά,
κατήντησαν ἀγνώριστοι εἰς τοὺς δρόμους·
ἐσκελετώθησαν, τὸ δέρμα των ἐκόλλησεν
εἰς τὰ ὀστᾶ των, ἐκοκκάλιασαν,
ἔγιναν ὅπως τὰ ξηρὰ ξύλα.
|
9
Καλοὶ ἦσαν οἱ τραυματίαι ροφαίας
ἣ οἱ τραυματίαι λιμοῦ· ἐπορεύθησαν
ἐκκεκεντημένοι ἀπὸ γενημάτων
ἀγρῶν. |
9
Κερδισμένοι ἦσαν αὐτοί, ποὺ
ἔπεσαν ἐν στόματι ρομφαίας, παρὰ
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀποθνήσκουν
ἀπὸ τὴν πεῖναν. Ὑπέκυψαν
κατεξηντλημένοι ἐξ αἰτίας τῆς
ἐλλείψεως προϊόντων τοῦ ἀγροῦ.
|
9
Ἦσαν εὐτυχέστεροι ὅσοι ἐφονεύθησαν
μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον
σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν
πεῖναν. Ἔλειωσαν, ἐξηντλήθησαν καὶ
ἀπέθαναν λόγῳ ἐλλείψεως ἀγροτικῶν
προϊόντων. |
10
Χεῖρες γυναικῶν οἰκτιρμόνων ἥψησαν
τὰ παιδία αὐτῶν, ἐγενήθησαν
εἰς βρώσιν αὐταῖς ἐν τῷ
συντρίματι τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ
μου. |
10
Τρυφεραὶ καὶ στοργικαὶ γυναῖκες ἔψησαν
μὲ τὰ ἴδια των τὰ χέρια τὰ
παιδιά των, τὰ ἔκαμαν φαγητόν των
κατὰ τὸ διάστημα τῆς συντριβῇς
καὶ τῆς ταλαιπωρίας τῆς θυγατρὸς
τοῦ λαοῦ μου, τῆς Σιών.
|
10
Στοργικές, εὐσπλαγχνικὲς γυναῖκες ἔψησαν
μὲ τὰ χέρια των τὰ παιδιά των, τὰ
ὁποῖα καὶ ἀπετέλεσαν τὴν τροφήν
των κατὰ τὴν ἅλωσιν καὶ τὴν
καταστροφὴν τῆς θυγατέρας τοῦ λαοῦ
μου, τῆς Ἱερουσαλήμ. |
11
Συνετέλεσε Κύριος θυμὸν αὐτοῦ,
ἐξέχεε θυμὸν ὀργῆς αὐτοῦ
καὶ ἀνῆψε πῦρ ἐν Σιών,
καὶ κατέφαγε τὰ θεμέλια αὐτῆς.
|
11
Ὥλοκλήρωσεν ὁ Κύριος τὸν θυμόν
του ἐναντίον μας. Ἄδειασε τὸν θυμὸν
τῆς ὀργῆς του ἐναντίον μας καὶ
ἤναψε φωτιὰν καταστροφῆς εἰς τὴν
Σιών, ἡ ὁποία καὶ τὴν
κατέφαγε μέχρι τῶν θελεμίων της.
|
11
Ἔφερεν εἰς πέρας, ἐξήντλησεν ὁ
Κύριος τὸν θυμόν του, ἐξεθύμανε ἀπὸ
τὴν δικαίαν ὀργήν του καὶ ἄναψε
φωτιὰ εἰς τὴν Σιών, ἡ ὁποία
καὶ κατέφαγε τὰ θεμέλιά της.
|
12
Οὐκ ἐπίστευσον βασιλεῖς γῆς,
πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην,
ὅτι εἰσελεύσεται ἐχθρὸς καὶ
ἐκθλίβων διὰ τῶν πυλῶν Ἱερουσαλήμ.
|
12
Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ ὅλοι
οἱ κάτοικοι τῆς οἰκουμένης δὲν
ἐπίστευσαν, ὅτι θὰ εἰσήρχετο
ὁ ἐχθρός, ὁ δυνάστης, διὰ
μέσου τῶν πυλῶν τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
12
Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οὐδέποτε
ἐπίστευσαν, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ
κάτοικοι τῆς οἰκουμένης, ὅτι ἦταν
δυνατὸν νὰ εἰσέλθῃ ἐχθρὸς
καὶ πολέμιος καταπιεστὴς διὰ τῶν πυλῶν
τῆς Ἱερουσαλήμ. |
13
Ἐξ ἁμαρτιῶν προφητῶν αὐτῆς,
ἀδικιῶν ἱερέων αὐτῆς τῶν
ἐκχεόντων αἷμα δίκαιον ἐν μέσῳ
αὐτῆς. |
13
Αὐτὸ ἔγινεν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας
τῶν ψευδοπροφητῶν, ἀπὸ τὰς ἀδικίας
τῶν ἱερέων της, οἱ ὁποῖοι
ἔχυναν αἷμα δικαίων ἀνθρώπων
μέσα εἰς αὐτήν.
|
13
Οἱ συμφορὲς αὐτὲς προεκλήθησαν λόγῳ
τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ψευδοπροφητῶν
τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν ἀδικιῶν
τῶν ἱερέων της, οἱ ὁποῖοι ἔχυναν
τὸ αἷμα τῶν δικαίων εἰς τὸ μέσον
τῆς πόλεως. |
14
Ἐσαλεύθησαν ἐγρήγοροι αὐτῆς
ἐν ταῖς ἐξόδοις, ἐμολύνθησαν
ἐν αἵματι· ἐν τῷ μὴ δύνασθαι
αὐτοὺς ἥψαντο ἐνδυμάτων αὐτῶν.
|
14
Συνεκλονίσθησαν, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ
τρόμον οἱ φρουροί της καθὼς γυρίζουν
εἰς τοὺς δρόμους· ἐμολύνθησαν
ἀπὸ αἵματα. Δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ ἐγγίσουν τὰ μολυσμένα ἀπὸ
τὸ αἷμα ἐνδύματά των.
|
14
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε
νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ τὴν
φρουροῦν συνεκλονίσθησαν, ἐπανικοβλήθησαν, καθὼς
περιπλανῶνται περιφρονημένοι εἰς τοὺς δρόμους·
ἐμολύνθησαν ἀπὸ τὰ αἵματα
τῶν ἀθώων θυμάτων των. Προκειμένου νὰ
τοὺς σύρουν πρὸς τὸν τάφον, ἐπειδὴ
δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τοὺς ἐγγίσουν
διότι ἦσαν μολυσμένοι <νομικῶς ἀκάθαρτοι>,
τοὺς ἔπιασαν καὶ τοὺς ἔσυραν
ἀπὸ τὰ ἐνδύματά των <ἤ,
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπειδὴ ἦσαν
μολυσμένοι μὲ αἷμα, ὅ,τι δὲν ἔπρεπε
νὰ ἐγγίσουν τὸ ἐγγίζουν
μὲ τὰ ἐνδύματά των ἤ, κατ’ ἄλλους:
Ἦσαν μολυσμένοι μὲ αἷμα, ἔτσι ὥστε
κανεὶς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ ἐγγίσῃ
τὰ ροῦχα των>. |
15
Ἀπόστητε ἀκαθάρτων - καλέσατε
αὐτούς - ἀπόστητε, ἀπόστητε,
μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν
καὶ γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν
τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι
τοῦ παροικεῖν. |
15
Φωνάξατε πρὸς αὐτούς· φύγετε
καὶ φυλαχθῆτε ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα.
Ἀπομακρυνθῆτε, ἀπομακρυνθῆτε, μὴ
ἐγγίζετε· φωτιὰ ἔχει ἀναφθῆ.
Κατελήφθησαν ἀπὸ τρόμον. Εἴπατε
καὶ ἂς μάθουν τὰ ἔθνη·
δὲν θὰ ἀνθέξουν καὶ δὲν
τοὺς εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ
μείνουν μεταξὺ τῶν ξένων ἐθνῶν.
|
15
Ὁ λαὸς φωνάζει δι' αὐτοὺς πρὸς
τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους: <Φυλαχθῆτε,
σταθῆτε μακριὰ ἀπὸ τοὺς νομικῶς
ἀκαθάρτους! Φυλαχθῆτε! φυλαχθῆτε! ἀπομακρυνθῆτε!
μὴ ἐγγίζετε!> Διότι φωτιὰ ἔχει
ἀναφθῇ καὶ ἔχουν ἐπίσης συγκλονισθῇ,
τρικλίζουν. Εἴπατε καὶ ἂς τὸ πληροφορηθοῦν
τὰ ἔθνη: Δὲν θὰ ἀνθέξουν, δὲν
θὰ τοὺς ἐπιτρέπεται πλέον νὰ παραμένουν
ἔστω καὶ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν
ἐθνῶν! |
16
Πρόσωπον Κυρίου μερὶς αὐτῶν
οὐ προσθήσει ἐπίβλεψαι αὐτοῖς·
πρόσωπον ἱερέων οὐκ ἔλαβον,
πρεσβύτας οὐκ ἠλέησαν.
|
16
Ὁ Κύριος ἦτο ἄλλοτε ἡ ἐλπὶς
καὶ ἡ κληρονομία των. Αὐτὸς
ὅμως δὲν πρόκειται πλέον νὰ
ἐπιβλέψῃ μὲ εὐμένειαν
εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς
βοηθήσῃ. Πρόσωπα τῶν ἱερέων
δὲν τὰ ἐσεβάσθησαν, τοὺς γέροντας
δὲν τοὺς ἐλυπήθησαν.
|
16
Διότι ὁ Κύριος ἦταν ἡ κληρονομία, ἡ
ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά των <ἐνῷ
τώρα τοὺς ἀπώθησε>. Δὲν θὰ ἐπιβλέψῃ
πλέον μὲ εὐμενὲς βλέμμα πρὸς αὐτούς,
διὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Τὰ πρόσωπα
τῶν εὐσεβῶν ἱερέων δὲν τὰ
ἐσεβάσθησαν <οἱ ἐχθροί, ἢ
ὁ λαός, ἤ οἱ ἀσεβεῖς ἱερεῖς
καὶ ψευδοπροφῆται>, τοὺς δὲ ἐναρέτους
γέροντας δὲν τοὺς ἐλυπήθησαν.
|
17
Ἔτι ὄντων ἡμῶν ἐξέλιπον
ὁ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν εἰς τὴν
βοήθειαν ἡμῶν μάταια· ἀποσκοπευόντων
ἡμῶν ἀπεσκοπεύσαμεν εἰς ἔθνος
οὐ σῷζον |
17
Ἐνῷ ἀκόμη εἴμεθα ἐλεύθεροι,
ἔσβησαν τὰ μάτια μας ἀπὸ τὰ
δάκρυα, καθ' ὃν χρόνον ἐζητούσαμεν,
ἀλλὰ ματαίως, βοήθειαν. Ἐστρέφαμεν
τὰ μάτια μας καὶ παρετηρούσαμεν μὲ
προσοχὴν πρὸς ἔθνος, ἀπὸ τὸ
ὁποῖον ὅμως καμμίαν βοήθειαν
καὶ σωτηρίαν δὲν ἐλάβομεν.
|
17
Ἐνῷ ἀκόμη ἤμεθα ἐλεύθεροι, καὶ
πρὶν ἀκόμη καταληφθῶ καὶ καταστραφῇ
ἡ Ἱερουσαλήμ, ἔσβησαν τὰ μάτια μας
ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα, ἐνῷ
ἀνεμέναμε ματαίως βοήθειαν. Ὡσὰν ἄλλοι
σκοποὶ εἰς τὴν σκοπιάν των, εἴχαμε
ἐπιμόνως στραμμένη τὴν προσοχήν μας πρὸς
ἕνα ἔθνος <τὸ Αἰγυπτιακόν>,
τὸ ὁποῖον ὅμως καμμίαν βοήθειαν δὲν
ἤθελε, ἀλλ' οὔτε καὶ ἦταν δυνατὸν
νὰ μᾶς προσφέρῃ.
|
18
Ἐθηρεύσαμεν μικροὺς ἡμῶν τοῦ
μὴ πορεύεσθαι ἐν ταῖς πλατείαις
ἡμῶν· |
18
Ὡσὰν ἄγρυπνοι κυνηγοὶ παρηκολουθούσαμεν
μὲ προσοχὴν τὰ μικρά μας παιδιά,
νὰ μὴ κυκλοφοροῦν εἰς τὰς πλατείας
μας. |
18
Ὡσὰν ἄγρυπνοι κυνηγοὶ παρακολουθούσαμε
μὲ πολλὴν προσοχὴν τὰ μικρά
μας παιδιά, διὰ νὰ μὴ κυκλοφοροῦν
εἰς τὶς πλατεῖες μας καὶ φονευθοῦν
<διότι οἱ Βαβυλώνιοι ἔρριχναν τὰ βέλη
των μέσα εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὶς
ὑψηλὲς πολιορκητικὲς μηχανὲς ποὺ
ἔστησαν γύρω - γύρω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς
Ἱερουσαλήμ>. |
19
ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, ἐπληρώθησαν
αἱ ἡμέραι ἡμῶν, πάρεστιν
ὁ καιρὸς ἡμῶν. Κοῦφοι ἐγένοντο
οἱ διώκοντες ἡμᾶς ὑπὲρ
ἀετοὺς οὐρανοῦ, ἐπὶ τῶν
ὀρέων ἐξέπτησαν, ἐν ἐρήμῳ
ἐνήδρευσαν ἡμᾶς.
|
19
Διότι εἶχε φθάσει πλέον ὁ καιρὸς
τῆς τιμωρίας μας. Συνεπληρώθησαν αἱ
ἡμέραι τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ
καὶ τῆς ζωῆς ἡμῶν. Ἔφθασεν
ὁ καιρὸς τῆς θείας ὀργῆς.
Ταχύτατοι ἔγιναν οἱ ἐχθροί,
οἱ ὁποῖοι μᾶς κατεδίωκαν. Ἔφευγαν
ταχύτερον ἀπὸ τοὺς ἀετοὺς
τοῦ οὐρανοῦ. Ἐπέταξαν ἐπάνω
εἰς τὰ ὅρη, μᾶς ἔστησαν ἐνέδρας
εἰς ἐρημικοὺς τόπους.
|
19
Ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς τῆς τιμωρίας μας,
συνεπληρώθησαν οἱ ἡμέρες τῆς θείας μακροθυμίας
καὶ τῆς ζωῆς μᾶς, ἔφθασεν ὁ
καιρὸς διὰ νὰ ἐκσπάσῃ
ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ
ἐναντίον μας. Οἱ ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι
μᾶς ἐδίωκαν, ἔγιναν ταχύτατοι, περισσότερον
ταχεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀετοὺς
τοῦ οὐρανοῦ· ἐπέταξαν ἐπάνω
εἰς τὰ ὅρη, μᾶς ἔστησαν ἐνέδρες
εἰς τόπους ἐρημικούς. |
20
Πνεῦμα προσώπου ἡμῶν χριστὸς
Κυρίου συνελήφθη ἐν ταῖς διαφθοραῖς
αὐτῶν, οὗ εἴπαμεν· ἐν τῇ
σκιᾷ αὐτοῦ ζησόμεθα ἐν τοῖς
ἔθνεσι. |
20
Ἡ πνοὴ τοῦ προσώπου μας, ὁ ἄρχων
χρισμένος ἀπὸ τὸν Κύριον,
ὁ βασιλεύς μας, συνελήφθη εἰς τὰς
καταστρεπτικὰς ἐκείνων ἐνέδρας.
Διὰ τὸν βασιλέα μας εἴχαμεν ἐλπίσει
καὶ εἴπαμε· κάτω ἀπὸ τὴν
σκέπην του θὰ ζήσωμεν ἀνάμεσα
εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη.
|
20
Ἡ πνοὴ τοῦ προσώπου μας <αὐτὸς
ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἔθνους
μας>, ὁ βασιλιᾶς μας <Σεδεκίας>, ὁ
ὁποῖος ἔχει χρισθῆ ἀπὸ
τὸν Κύριον, συνελήφθη εἰς τὶς ὀλέθριες
παγίδες ποὺ τοῦ ἔστησαν οἱ ἐχθροί.
Διὰ τὸν βασιλιᾶ μας αὐτὸν εἴχαμε
εἰπεῖ: <Κάτω ἀπὸ τὴν σκέπην
καὶ τὴν προστασίαν του θὰ ζήσωμεν <εὑρισκόμενοι>
μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν>.
|
21
Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θύγατερ
Ἰδουμαίας ἡ κατοικοῦσα ἐπὶ
γῆς· καί γε ἐπὶ σὲ διελεύσεται
τὸ ποτήριον Κυρίου καὶ μεθυσθήσῃ
καὶ ἀποχεεῖς.
|
21
Ὁ λαὸς τῆς Ἰδουμαίας, ποὺ
κατοικεῖ τὴν χώραν αὐτήν, ἂς
χαίρῃ καὶ ἂς εὐφραίνεται
διὰ τὴν καταστροφήν μας! Μάθε ὅμως,
ὅτι τὸ ποτήριον τῆς ὀργῆς
τοῦ Κυρίου θὰ, ἔλθῃ καὶ
εἰς σέ. Θὰ μεθύσῃς ἀπὸ
τὴν πικρίαν του καὶ θὰ τὸ ἐμέσῃς.
|
21
Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θυγατέρα τῆς
Ἰδουμαίας <λαὲ τῆς Ἰδουμαίας>,
ποὺ κατοικεῖς εἰς τὴν χώραν αὐτήν·
πανηγύριζε εὐφρόσυνα διὰ τὴν καταστροφὴν
ἠμῶν τῶν Ἰουδαίων! Ἀλλὰ
θὰ ἔλθῃ ὁπωσδήποτε καὶ εἰς
σὲ τὸ ποτήριον τῆς ὀργῆς τοῦ
Κυρίου· θὰ μεθύσῃς ἀπὸ τὴν
ὑπερβολὴν τῶν δεινῶν ποὺ θὰ
σὲ κτυπήσουν, καὶ θὰ ἐμέσης
τὸ ποτήριον τοῦτο! <ἤ, κατὰ τὸ
Ἑβραϊκόν: Θὰ μεθύσῃς καὶ θὰ
γυμνωθῇς, ἐκτεθειμένη εἰς κοινὴν περιφρόνησιν!>
|
22
Ἐξέλιπεν ἡ ἀνομία σου, θυγάτερ
Σιών, οὐ προσθήσει
τοῦ ἀποικίσαι σε. Ἐπεσκέψατο
ἀνομίας σου θύγατερ Ἐδώμ·
ἀπεκάλυψεν ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά
σου. |
22
Θυγάτηρ Σιών, ἔλλειψε καὶ ἐξηφανίσθη
ἡ παρανομία σου. Δὲν θέλει ὁ
Κύριος νὰ παροικῇς ἐξόριστος
πλέον εἰς λαοὺς ξένους. Ὁ Κύριος
ἐπεσκέφθη καὶ σέ, ὦ κόρη
τῆς Ἰδουμαίας, ἀλλὰ διὰ
νὰ σὲ τιμωρήσῃ. Ἔφερεν εἰς
φῶς τὰς ἀσεβείας σου. |
22
Ἐξιλεώθη τώρα ἡ ἁμαρτία σου, ἐξηφανίσθη,
θυγατέρα μου Σιών! Ὁ Κύριος δὲν θὰ σὲ
τιμωρήσῃ πλέον μὲ ἐξορίαν, ὥστε νὰ
παροικῇς εἰς ξένην χώραν. Ἀλλ' ὁ Κύριος
ἐπεσκέφθη καὶ σέ, θυγατέρα τῆς Ἰδουμαίας,
διὰ νὰ σὲ τιμωρήσῃ διὰ τὶς
ἁμαρτίες καὶ τὴν χαιρεκακίαν σου εἰς
βάρος τῆς Ἱερουσαλήμ! Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε
καὶ ἐφανέρωσε τὶς ἀσέβειές
σου. |